Δίπλα στα άλλα τρόπαια που απέκτησα στη διάρκεια ενός μεγάλου κινηματογραφικού σαφάρι, στον τοίχο του γραφείου μου είναι και μια φωτογραφία του φίλου μου Τζων Φορντ/ John Ford. Στο κάτω μέρος της, η αφιέρωση του με τον μικροκαμωμένο γραφικό του χαρακτήρα «Στον Sergio Leone. Με θαυμασμό, Τζων Φορντ». Πρέπει να ομολογήσω ότι τοποθέτησα αυτή την φωτογραφία σε τέτοιο σημείο, ώστε να φαίνεται. Γιατί με κάνει τόσο περήφανο όσο είναι ίσως το παιδί που έπαιξε σκοποβολή στο πανηγύρι και μπόρεσε να κερδίσει όλες τις κούκλες και τα παιχνίδια.
Είμαι ευαίσθητος στα κομπλιμέντα. Όπως όλος ο κόσμος. Όμως με το επάγγελμα που κάνω, ο θαυμασμός του Τζων Φορντ με τιμάει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πράξη φιλίας ή εκτίμησης. Είναι που αυτός ο γερο- Ιρλανδός είναι ένας από τους πιο αυθεντικούς κινηματογραφιστές, που τους αξίζει να ονομάζονται «Μαιτρ» σε έναν χώρο σαν αυτό του κινηματογράφου που, για ψεύτικες αιτίες, τα τύμπανα της διαφήμισης και της κριτικής του εντυπωσιασμού μιλούν για αριστουργήματα τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Σαν τον στρατιώτη μιας από τις ταινίες του, που μαχόμενος κερδίζει βαθμούς και παράσημα, ο Φορντ κατάκτησε αυτό το δικαίωμα, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του σελιλόιντ, μέσα στα μελαγχολικά χολιγουντιανά στρατόπεδα.
Ο κινηματογράφος του, τόσο γνήσιος και απλός σημάδεψε ανεξίτηλα όλο τον κινηματογράφο που ακολούθησε.
Παραδείγματος χάριν, μου άρεσε να σκέφτομαι πως η παγωμένη προσωπικότητα του Χένρυ Φόντα/ Henry Fonda στο «Κάποτε στη Δύση»/ Once Upon a Time in the West δεν είναι άλλο από τη συνέχεια- ακόμη και αν είναι τερατώδης και διαβολικός- της αντίληψης που είχε ο Τζων Φορντ, στο «Δειλινό της Μεγάλης Σφαγής»/ Cheyenne Autumn: Ένας στρατηγός ποταπός, αυταρχικός, που παραβαίνει όλους τους ηθικούς νόμους και καταπατά τις συνθήκες με τους Ινδιάνους σε σημείο τέτοιο, που θα οδηγήσει τους στρατιώτες του στην καταστροφή, στην Κοιλάδα του Θανάτου.
Από τις αρχές του ’30, ο Τζων Φορντ αρνήθηκε να γυρίζει τις ταινίες του στο στούντιο, προτιμώντας να εγκαταστήσει την κάμερα του στον ανοιχτό ουρανό. Μετέτρεψε τα θέματα του γουέστερν από στοιχειώδεις μικρές ιστορίες, σε παραβολές τεράστιας δύναμης. Άλλωστε υπήρξε ένας από τους πιο γνήσιους πιονέρους του μοντέρνου ρεαλισμού στον κινηματογράφο. Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο δηλώνω μαθητής του. Γυρίζει τις ταινίες του γεμάτες από αλήθεια, με έναν ρεαλισμό που κατέληξε να είναι σήμερα χαμένη τέχνη, με αναφορές στην εποχή του βωβού.
Δεν θα γνωρίζαμε ποτέ τη θρυλική «Μόνιουμεντ Βάλεϊ» αν ο Τζων Φορντ δεν είχε ανακαλύψει με ένα βλέμμα που έβλεπε μακριά, τότε, οι μυθικές του διαμονές στους χώρους των Ινδιάνων. Υπήρξε επίσης ο πρώτος που μας αποκάλυψε πως οι πραγματικοί καουμπόυς της αμερικάνικης δύσης δεν ήταν ντυμένοι στα άσπρα πάνω σε μαύρα άλογα, χαϊδεύοντας τις χορδές ενός μπάντζου, κλείνοντας τις βλεφαρίδες τους σαν ζιγκολό… Οι μακρινές σκονισμένες και γεμάτες λάσπη καπαρντίνες των αδελφών Ερπ στην «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη»/ My Darling Clementine, τα υπόλευκα σύννεφα κουρνιαχτού που ξεσηκώνει στο πέρασμα του το ντυμένο στα μπλε ιππικό, ο Τζων Γουαίην/ John Wayne ατημέλητος και γεμάτος σκόνη να σταματά την «Ταχυδρομική Άμαξα»/ Stagecoach. Στοιχεία σημαντικά και αξεπέραστα για το γουέστερν, μα και γενικότερα για τον κινηματογράφο, που εκείνη την εποχή πραγματικά κινδύνευε να «κακοφορμίσει» μέσα στην άνεση των αντισηπτικών καλιφορνέζικων στούντιο, σαν απολυμασμένα δωμάτια ξενοδοχείων. Και επίσης το ότι αυτή η επανάσταση του κινηματογραφικού μέσου είναι έργο όχι ενός καθώς πρέπει διανοούμενου, ή ενός ιδιοφυούς τεχνικού, μα ενός απλού ανθρώπου, αυτό είναι εκπληκτικό. Πολλές φορές διαβεβαιώνω πως στα γουέστερν μου, οι χαρακτήρες, έντονα χρωματισμένοι στους μακρινούς ορίζοντες, ακόμη κι αν είναι περισσότερο σκληροί και βεβαίως λιγότερο αθώοι και ευχάριστοι, οφείλουν πολλά στα μαθήματα του για το φόρμα του κινηματογράφου. Ακόμα κι αν αυτό δεν είναι ηθελημένο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να γυρίσω το «Κάποτε στη Δύση» ή το «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»/ The Good, the Bad and the Ugly αν όταν ήμουν παιδί δεν έβλεπα τις έρημους της Αριζόνας, τις πόλεις της φτιαγμένες από ξύλο να καίγονται, που ο Τζων Φορντ της έδειχνε λουσμένες σε ένα φως εξαιρετικό όσο και γνήσιο.
Κάποτε είχε πει: «Προέρχομαι από το προλεταριάτο. Η οικογένεια μου έχει αγροτική καταγωγή. Ήρθε εδώ και γνώρισε την εκπαίδευση. Αυτή η χώρα τους φρόντισε. Αγαπάω την Αμερική». Η Αμερική για την οποία μιλάει δεν είναι αυτή των γκέτο, της φτώχειας που υπάρχει στις πόλεις της, ούτε ακόμη αυτή του ανταγωνισμού. Ήταν η θρυλική Αμερική που του ορθάνοιξε τις πόρτες του Χόλλυγουντ για τις πρώτες του σκηνοθετικές δουλειές. Και ήταν μόλις 19 χρόνων. Ήταν η γη της ουτοπίας, εκείνη που πριν από πολλά χρόνια μας έδωσε μια υπόσχεση ελευθερίας, ειρήνης, περιπέτειας και τροφής. Υπόσχεση που κανείς δεν ξέχασε. Υπόσχεση που, χωρίς αμφιβολία, για εκείνον κρατήθηκε μέχρι τέλους. Οι περισσότεροι ήρωες του δεν είναι ατομιστές ή μοναχικοί. Θέλουν να ζήσουν με ειρήνη, μέσα στα όρια του νόμου, με τους φίλους τους και την οικογένεια τους. Και όλα αυτά δείχνονται με χιούμορ, μα χωρίς ειρωνεία και προπάντων χωρίς σκληρότητα. Η Αμερική για εκείνον ήταν ουτοπία, μια ιρλανδέζικη ουτοπία…
Ξέρω καλά πως η οπτική μου για την Αμερική είναι τελείως διαφορετική. Τώρα, βλέποντας τη φωτογραφία και την αφιέρωση που εκδηλώνει τον θαυμασμό του, σκέφτομαι ότι και εγώ ποτέ δεν σταμάτησα να τον βλέπω με σεβασμό. Και επιτέλους, για μένα, όπως και για τον Τζων Φορντ «Το να γυρίζεις ένα γουέστερν είναι μια διαφυγή, κάτι σαν αμνησία. Ναι. Φεύγω με την ομάδα και για βδομάδες επί βδομάδων, ξεχνάω τα πάντα.»
(Κείμενο του Sergio Leone, με τον τίτλο “John Ford,” δημοσιεύθηκε στα Cahiers du cinéma n° 422 (juillet/août 1989). Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή, 18 Ιουλίου 1993. Απόδοση από τα γαλλικά Νίκος Καλτσάς.)