Ο Νίκολας Ρέι (Nicholas Ray) γεννήθηκε στο Γουινσκόνσιν, τον Αύγουστο του 1911. Αρχικά ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο, ενώ στη συνέχεια σπούδασε αρχιτεκτονική κάτω από την επίβλεψη του μεγάλου δασκάλου Φρανκ Λόιντ Ράιτ. Ο Νίκολας Ρέι ήταν εκείνη την εποχή ένα άτομο με ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες, με αποτέλεσμα να έρθει η ρήξη μεταξύ δασκάλου και μαθητή.
Ο νεαρός αμφισβητίας έφυγε για τη Νέα Υόρκη και εντάχθηκε στο δυναμικό του «Group Theater», όπου και γνώρισε τον αχώριστο φίλο του, Ελία Καζάν. Οι εποχές ήταν δύσκολες, αλλά ο Ρέι γοητευόταν από τον μποέμικο τρόπο ζωής και τα χρήματα δεν τον ενδιέφεραν. Μαζί με άλλα μέλη του θιάσου ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, κάτι που πέρασε απαρατήρητο. Παράλληλα, ο Ελία Καζάν εκείνη τη εποχή φεύγει για το Χόλυγουντ, όπου θα κάνει την πρώτη του ταινία και καλεί τον καλό του φίλο για βοηθό σκηνοθέτη. Έτσι ο Νίκολας Ρέι μπήκε στο χώρο του κινηματογράφου.
Το 1946 ένας φίλος του δάνεισε το βιβλίο του Έντουαρντ Άντερσον «Thieves Like Us». Αμέσως ο Ρέι το ερωτεύτηκε και θέλησε να το γυρίσει ταινία. Αυτό πραγματοποιήθηκε το 1946 και από τότε φαινόταν ο έρωτας του Ρέι για τους αουτσάιντερς, τους ανθρώπους που η κοινωνία περιθωριοποιεί.
Ο Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ εντυπωσιασμένος από το ντεμπούτο του σκηνοθέτη, τον βοηθά να γυρίσει την πρώτη του ανεξάρτητη παραγωγή με τίτλο «Knock on Any Door». Η ταινία έκανε μια μικρή επιτυχία, όμως αργότερα ο Ρέι είχε αμφιβολίες: «Θα ήθελα ο Λουί Μπουνιουέλ να έκανε το «Los Olvidados» πριν το«Knock on Any Door», γιατί είμαι σίγουρος πως θα είχα κάνει ένα πολύ καλύτερο φιλμ».
Εντωμεταξύ ο Νίκολας Ρέι έχει υπογράψει για την RKO και ο πολυεκατομμυριούχος πρόεδρος της Χάουαρντ Χιουζ τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, καλύπτοντας τις κομμουνιστικές ιδέες του. Τον υποχρέωσε όμως να κάνει δυο ταινίες που ήταν αντίθετες με τα πολιτικά φρονήματα του Ρέι: «Born to be Bad» με πρωταγωνίστρια τη Τζόαν Φοντέιν και «Flying Leathernecks».
Ο Μπόγκαρτ συνεχίζει να σώζει το σκηνοθέτη από τις κακοτοπιές και του προσφέρει ένα σενάριο από τα αζήτητα της Columbia. Το «In a Lonely Place» λέει την ιστορία ενός βίαιου σεναριογράφου, που ερευνά το φόνο μιας κοπέλας που μόλις γνώριζε, ενώ είναι ερωτευμένος με μια συνάδελφό του. Η ταινία έδωσε μια από τις καλύτερες και πλέον πολύπλοκες ερμηνείες του Μπόγκαρτ, υμνήθηκε από τους κριτικούς. Το φιλμ είναι ένα διαχρονικό διαμάντι υπαρξιακού φιλμ νουάρ και συγκινητικού ρομάντζου.
Πριν εκπνεύσει το συμβόλαιό του με την RKO, ο Νίκολας Ρέι κατάφερε να μας δώσει άλλες δυο εξαιρετικές ταινίες: η πρώτη ήταν το «On Dangerous Ground», ένα πολυσχιδές αστυνομικό δράμα με μια εξπρεσιονιστική κάμερα στο χέρι (πολύ σπάνιο για εκείνη την εποχή) και το καλτ «The Lusty Men», με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Μετά την έξοδό του από την εταιρία, ο Νίκολας Ρέι σκηνοθέτησε το διάσημο ψευδογουέστερν «Johnny Guitar», με πρωταγωνίστρια την Τζόαν Κρώφορντ. Μια ταινία που μισούσε όταν τη γύριζε, κυρίως λόγω της αντιπαλότητας που υπήρχε με την Κρώφορντ. Παρόλα αυτά λόγω αυτού του φιλμ ο Μάρτιν Σκορτσέζε έγινε σκηνοθέτης και ο γκουρού του γαλλικού «Νέου Κύματος» Ζαν-Λυκ Γκοντάρ έλεγε πως «το σινεμά, είναι ο Νίκολας Ρέι».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Ρέι έγραψε μια περίληψη σεναρίου που πρωταγωνιστούσαν τρεις έφηβοι και αποτελούσαν αναμεταξύ τους κάτι σαν οικογένεια. Μετά από πολλές αλλαγές και επιδιορθώσεις, γεννήθηκε το εμβληματικό «A Rebel Without a Cause». Ο φίλος του, Ελία Καζάν, του μίλησε για τον Τζέιμς Ντιν, έναν νεαρό και πολύ δυνατό ηθοποιό, αλλά για κάποιο λόγο δεν πίστευε ότι θα τα βγάλει πέρα με έναν απαιτητητικό ρόλο, σαν κι αυτό του Τζίμι Σταρκ. Τα σύννεφα διαλύθηκαν όταν Ρέι και Ντιν συναντήθηκαν σε ένα πάρτι. Ο Τζέιμς Ντιν είχε απόλυτη ελευθερία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και πολλές φορές υποκαθιστούσε τον Ρέι στη σκηνοθεσία.
Η επόμενη μεγάλη ταινία του Νίκολας Ρέι ονομάζονταν «Hot Blood». Είχε για πρωταγωνιστή και παραγωγό τον Τζέιμς Μέισον. Η ιστορία βασίστηκε πάνω σε ένα άρθρο που διάβασε ο σκηνοθέτης, κατά τη παραμονή του στο Παρίσι, για έναν καθηγητή που η ζωή του διαλύθηκε λόγω του εθισμού του στη κορτιζόνη. Αν και η ταινία υπήρξε κριτική και εμπορική αποτυχία, σήμερα θεωρείται από διάφορους κύκλους το αριστούργημά του. Για του λόγου το αληθές το περίφημο γαλλικό περιοδικό «Cahiers du Cinema», το έχει ψηφίσει ως ένα από τα καλύτερα φιλμ του ’50.
Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 βρήκαν τον αμφιφυλόφιλο και εθισμένο από το αλκοόλ Νίκολας Ρέι, ένα κουρέλι. Βρισκόταν στα όρια της πτώχευσης και τα στούντιο δεν του έδιναν δουλειά. Η κατάρρευση του στο πλατό της ταινίας «55 Days at Peking», λόγω των καταχρήσεων, τέλειωσε πρόωρα τη καριέρα του. Ακόμη και μετά την κατάρρευση συνέχισε τη συχνή χρήση ναρκωτικών ουσιών και ξανάπιασε την κάμερα στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν κινηματογράφησε τους Greatful Dead επί σκηνής.
Αργότερα ανέλαβε στο New York University, θέση καθηγητή και με τη βοήθεια του Βιμ Βέντερς, ολοκλήρωσε την τελευταία του ταινία, «Lightning Over Water». Το φιλμ υποτίθεται πως είχε για κεντρικό ήρωα έναν ζωγράφο που πεθαίνει από καρκίνο και γι’ αυτό προσπαθεί να φύγει για την Κίνα με σκοπό να βρει γιατρειά. Δυστυχώς αντί για ταινία παρακολουθούμε ένα θλιβερό ντοκιμαντέρ για τις τελευταίες ώρες ενός ανθρώπου που τόλμησε να μεγαλουργήσει. Ο Νίκολας Ρέι πέθανε τον Ιούνιο του 1979, από καρκίνο του πνεύμονα.
(πηγή δελτίο τύπου)