Από τους πρωτοπόρους του Ελληνικού κινηματογράφου, ο Γιώργος Τζαβέλλας, ανήκει στην ομάδα των σκηνοθετών που διαμόρφωσαν τα είδη της Ελληνικής εμπορικής κινηματογραφίας. Μέσα από τις ταινίες του, μορφοποίησε τα ελληνικά χαρακτηριστικά των δύο βασικότερων ειδών του σινεμά -του μελοδράματος και της κωμωδίας -, τα προσάρμοσε στο ελληνικό τοπίο, επιχειρώντας μια ερμηνεία των συμβάσεων και των στερεοτύπων τους, που να λαμβάνει υπ’ όψιν της τα δεδομένα (κοινωνικά και άλλα) του ελληνικού χώρου.
Απόγονος της ηρωϊκής οικογένειας του 1821, για να μη χαλάσει το χατίρι του πατέρα του, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τα έδρανα της νομικής σχολής όμως, κρατώντας μια μικρή ερασιτεχική μηχανή λήψης Πατέ Μπέιμπι γύριζε πολλά μικρά φιλμ σε δικά του σενάρια. Οργάνωνε το θέμα του οπτικά και δίδασκε τους ηθοποιούς του να παίζουν ανεπιτήδευτα μπροστά στον φακό. Παιδεία του, η κινηματογραφική αίθουσα. Έβλεπε τις αγαπημένες ταινίες του δεκάδες φορές έχοντας ιδιαίτερη προτίμηση στο Σαρλό, τον οποίο του άρεσε κιόλας να μιμείται.
Ο ίδιος ο Γιώργος Τζαβέλλας, αυτοβιογραφούμενος λέει: «Πρώτο εμπόδιο στην καριέρα μου στάθηκαν τα νιάτα μου. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν παντού και πάντα οι νέοι, γιατί οι μεγάλοι τους βλέπουν με κάποια επιφύλαξη. Το βασικό εμπόδιο βρίσκεται στην αρχή, ώσπου να σπάσει κανείς τον κλοιό και ν’ αγαπηθεί από το κοινό στο οποίο απευθύνεται». Και ο Γιώργος Τζαβέλλας το κατόρθωσε με την πρώτη του κιόλας ταινία τα «Χειροκροτήματα», την τραγική και αυθεντική ιστορία του τραγουδοποιού και καλλιτέχνη του βαριετέ Αττίκ, ερμηνευμένη από τον ίδιο. Η ταινία γυρίστηκε το 1944 και τότε ο Γιώργος Τζαβέλλας ήταν μόλις 27 ετών. Ακολούθησαν πολλές ταινίες.
Στο έργο του συναντάμε στοιχεία μιας ηθογραφικής προσέγγισης στην πραγματικότητα, στοιχεία ενός αδιαμόρφωτου νεορεαλισμού, εμποτισμένα με κάποια κοινωνική ανησυχία -απόρροια μάλλον της ιστορικής περιόδου που γυρίστηκαν οι ταινίες. Η κυριαρχία των μελοδραματικών δομών στο έργο του -που έχει σχέση μάλλον με το μορφωτικό επίπεδο, αλλά και την αθωότητα του βλέμματος του κοινού της εποχής- υπονομεύεται, σε ένα μεγάλο βαθμό, τόσο από νύξεις για τη διαμορφωμένη κοινωνική κατάσταση, όσο και από τη σχεδίαση των κεντρικών χαρακτήρων της μυθοπλασίας. Παράλληλα εισήγαγε στον ελληνικό κινηματογράφο καινοτομίες στην αφήγηση και τη δραματουργία, όπως το διπλό άξονα αφήγησης (Ο Μεθύστακας) και την σπονδυλωτή άρθρωση (Η Κάλπικη λίρα).
Ενδεικτική της υποδοχής που είχαν τα μελοδράματα του Γιώργου Τζαβέλλα στην εποχή τους είναι η κριτική του Μάριου Πλωρίτης για την ταινία Μια Ζωή την Έχουμε (1958):"..αρχίζει σαν μια φανταιζίστικη κωμωδία με κάποιες αναμνήσεις από τον Τοπάζ (ο φτωχός τίμιος ανθρωπάκος, που μια γυναίκα αναποδογυρίζει τη ζωή και το χαρακτήρα του) και καταλήγει σ’ένα συμβατικό μελό με όλα τα επακόλουθα της πλαστικής συγκίνησης και της εύκολης ηθικολογίας".
Οι κωμωδίες του Γιώργου Τζαβέλλα, οργανώνονται γύρω από τις προσωπικότητες των ηθοποιών του, αλλά και τις λεκτικές αντιθέσεις ανάμεσα στους φιλμικούς χαρακτήρες. Σε αρκετές από τις ταινίες του, αναγνωρίζουμε τον αγώνα του κεντρικού προσώπου για επιβίωση μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ένα αγώνα που απόκτά ορισμένες φορές ηθικές διαστάσεις, καθώς αντιπαρατίθεται στη διάχυτη κοινωνική ανηθικότητα.
Κεντρικά σημεία όμως στο έργο του, πιστεύουμε ότι είναι, η καθαρότητα των προσώπων, η αθωότητα και η αμεσότητα της παρουσίας τους -στοιχεία που εισάγουν μέσα στην τυποποίηση της δραματικής πλοκής την ευαισθησία, τη ζωντάνια και την αίσθηση του πραγματικού. Όλα τα προηγούμενα, έχουν σίγουρα σχέση και με τους ηθοποιούς που υποστήριξαν, με την υποκριτική, τις ταινίες – η αναφορά των ονομάτων τους είναι αποδεικτική του ισχυρισμού μας: Ορέστης Μακρής, Μάνος Κατράκης, Ελενη Χατζηαργύρη, Δημήτρης Χόρν, Μίμης Φωτόπουλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Βασίλης Λογοθετίδης, Γεωργία Βασιλειάδου κ.α. Η συμπάθεια με την οποία ο σκηνοθέτης κοιτάζει τους ήρωες των ταινιών του -απόρροια μιας ηθικής στάσης του δημιουργού απέναντι στα πρόσωπα-, υπενθυμίζει στο θεατή, ένα ανάλογο βλέμμα με το οποίο παρατηρούσε τους χαρακτήρες του, ένας σημαντικός και σήμερα ξεχασμένος σκηνοθέτης: ο Τσάρλι Τσάπλιν.
Αξίζει να επισημάνουμε από το έργο του, την ταινία ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΙΡΑ για την ιδιόμορφη (για τα δεδομένα του ελληνικού χώρου) αφηγηματική της δομή: πέντε διαφορετικές ιστορίες που ενώνονται μέσα από ένα αντικείμενο: έχουν ως κοινό στοιχείο την κάλπική λίρα -ένας συμβολισμός, που φαίνεται μάλλον απλοϊκός σήμερα, για το κοινωνικό ψεύδος. Κάθε μία από τις τέσσερις ιστορίες αντιπροσωπεύει και ένα διαφορετικό είδος: κωμωδία, κοινωνική σάτιρα, μελόδραμα, κομεντί. Κάθε μία ιστορία με το ξεχωριστό χειρισμό της αναδεικνύει την αφηγηματική οικονομία και σκηνοθετική ευελιξία του δημιουργού της. "Οι ανθρώπινες σχέσεις, τα συναισθήματα και οι χαρακτήρες κρίνονται και τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι η λίρα μόνο κάλπική, αλλά κυρίως η αλλοτριωμένη από τη δύναμη του χρήματος ζωή των ανθρώπων", σημειώνει ένας κριτικός. Η ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΙΡΑ όμως, που αποδεικνύει την ανησυχία του δημιουργού της για την κινηματογραφική φόρμα. Μια ανησυχία, την οποία, δυστυχώς, δεν μπορούμε να διακρίνουμε στο έργο αρκετών από τους σκηνοθέτες του ελληνικού εμπορικού σινεμά.
Άξια επισήμανσης είναι επίσης και η ταινία του Αντιγόνη (1961) με τους Ειρήνη Παπά, Μάνος Κατράκος, Ίλυα Λιβυκού, Βύρων Πάλλης στους κεντρικούς ρόλους. Η ταινία συνιστά την πρώτη άξια λόγου προσπάθεια να μεταφερθεί η αρχαία τραγωδία στη μεγάλη οθόνη. Αποφεύγοντας τους περιορισμούς των θεατρικών συμβάσεων, ο Τζαβέλλας εστιάζει, με μέσα κινηματογραφικά, στο λόγο του Σοφοκλή, σκιαγραφόντας, παράλληλα, με όρους ρεαλιστικούς το περίπλοκο ψυχολογικό τοπίο των ηρώων.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑΤΑ (1944) /ΠΡΟΣΩΠΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ (1946) /ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΟΝΤΑΡΑΣ (1949) /ΜΕΘΥΣΤΑΚΑΣ (1950) /Η ΑΓΝΗ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ (1952) /Ο ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ (1952) /ΤΟ ΣΩΦΕΡΑΚΙ (1953) /ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΙΡΑ (1955) /Ο ΖΗΛΙΑΡΟΓΑΤΟΣ (1956) /ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ (1958) /ΑΝΤΙΓΟΝΗ (1961) /Η ΔΕ ΓΥΝΗ ΝΑ ΦΟΒΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ (1965)
(το κείμενο βασίζεται σε δελτία τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου και την έκδοση Γιώργος Τζαβέλλας, 35ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1994)