(Από πού πάμε σπίτι μας)
της Rebecca Cammisa
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες ανήλικα παιδιά από την Κεντρική Αμερική προσπαθούν μέσω κάποιου διακινητή ή μόνα τους να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα και να εισέλθουν παράνομα στις ΗΠΑ. Συνήθως, παίρνουν μια σειρά από τρένα μέχρι να φτάσουν στο «Κτήνος», γνωστό και ως «τρένο του θανάτου», το διαβόητο εμπορικό τρένο που διασχίζει το Μεξικό και περνάει τα αμερικανικά σύνορα. Πολλά σκοτώνονται ή ακρωτηριάζονται την ώρα που σκαρφαλώνουν κι άλλα όταν αποκοιμιόνται στη στέγη του ή προσπαθούν να ξεφύγουν από διάφορες συμφορές εν κινήσει. Τα υπόλοιπα, αν δεν δολοφονηθούν, απαχθούν ή συλληφθούν, μπαίνουν επιτέλους στις ΗΠΑ για να αναζητήσουν συγγενείς, την τύχη τους ή κάποιον διατεθειμένο να τα υιοθετήσει.
Το φαινόμενο είναι πολύ διαδεδομένο και σύνθετο, αφού η φτώχια, η κακή οικογενειακή κατάσταση, η απουσία κρατικής μέριμνας και η βία δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που το συντηρούν. Συχνά, οι ίδιοι οι γονείς συνηγορούν στη φυγή των παιδιών τους είτε από αδιαφορία και προσωπικό συμφέρον, είτε από απελπισία και γιατί τους φαίνεται η μόνη λύση. Ακόμα κι όταν διαφωνούν, όμως, δεν κατορθώνουν πάντα να ξεριζώσουν από το παιδικό μυαλό το «αμερικανικό όνειρο», μια κι η ελπίδα μιας νέας, καλύτερης ζωής φαντάζει τόσο δυνατή που ν’ αξίζει όλα τα δεινά και τους κινδύνους.
Αυτά και πολλά ακόμη μας λέει η Ρεμπέκα Καμίζα στο ντοκιμαντέρ της του 2009 με τίτλο Από πού πάμε σπίτι μας, με στοιχεία που παρουσιάζονται κάθε τόσο στην ταινία, συνεντεύξεις με εργαζόμενους δομών, αρμόδιους φορείς, αστυνομικούς και γονείς και κυρίως μέσα απ’ τις ιστορίες των ίδιων των παιδιών, δύο απ’ τα οποία δεν θα γνωρίσουμε ποτέ γιατί έχουν ήδη πεθάνει. Αν και η κάμερα επικεντρώνεται στον 14χρονο Κέβιν, τον 13χρονο Φίτο, τον 14χρονο Χάιρο και τον 17χρονο Γιούρικο, οι δύο πρώτοι απ’ την Ονδούρα και οι δύο δεύτεροι από το Μεξικό, ακολουθώντας ολόκληρη την πορεία του ταξιδιού τους, όλα τα παιδιά που βλέπουμε, ανεξάρτητα απ’ το χρόνο που τους αφιερώνεται, αφήνουν το αποτύπωμά τους μέσα μας. Όπως ας πούμε ο 13χρονος Χουάν Κάρλος απ’ τη Γουατεμάλα που το έσκασε κρυφά απ’ τη μαμά του αφήνοντας της ένα γράμμα ή ο 10χρονος Χοσέ απ’ το Ελ Σαλβαδόρ που έχει τρία χρόνια να δει τη δική του και κλαίει ή οι 9χρονοι, Όλγα και Φρέντι απ’ την Ονδούρα που πιστεύουν στη χάρη του Θεού κι ονειρεύονται το χιόνι που πέφτει στη Μινεσότα.
Η ταινία παρουσιάζει την οπτική των παιδιών, δείχνει τη φύση μέσα απ’ τα μάτια τους και εξελίσσεται μέσα απ’ τα λόγια τους, προβάλλει τη χαρά τους και φανερώνει λίγη απ’ την κρυμμένη θλίψη τους, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω γι αυτά εκτός από το να τα αποδέχεται και να τα σέβεται και να μην υποκύπτει ποτέ στο είδος αυτό της εύκολης κινηματογράφησης που καθιστά το θεατή κριτή και θύτη.
Στην ιστορία αυτή, που εξελίσσεται σε μεγάλο βαθμό στη σκεπή ενός τρένου, η ανακουφιστική ανοιχτωσιά της φύσης λειτουργεί ως αντίβαρο της συμπυκνωμένης φρίκης, δεν είναι ίσως ν’ απορεί κανείς λοιπόν που οι δύο πιο σπαρακτικές σκηνές εξελίσσονται στη γη: μια κοπέλα σ’ ένα κρεβάτι μ’ ένα κέντημα και δύο παιδιά που απομακρύνονται δείχνοντάς μας την πλάτη.
Από πλευράς πραγματικότητας, τα χρόνια που ακολούθησαν την ταινία λίγα πράγματα άλλαξαν: οι μεξικανικές αρχές έκαναν το Κτήνος πιο γρήγορο κι ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε ένα χώρο φροντίδας ακρωτηριασμένων παιδιών στη μέση της διαδρομής του. Από κινηματογραφικής πλευράς, το καλό σινεμά δεν είναι εκεί για να αναδεικνύει τη μαγεία του κόσμου μόνιμα, αλλά μερικές φορές για να σε προσγειώνει κι απότομα – κάπως σαν να σε χτυπάει ένα τρένο.
Βραβεία:
Βραβείο UNICEF – Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αβάνα 2009
Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα – Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Traverse City (ΗΠΑ), 2009
Βραβείο Εξαιρετικού Πληροφοριακού Προγράμματος – Emmy Awards 2010
Μεγάλο Βραβείο Δημοσιογραφίας - Robert F. Kennedy – 2010