του Wes Anderson
(η κριτική του Θόδωρου Σούμα)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_the-french-dispatch.jpg

Είδα τη "Γαλλική αποστολή" (“The French Dispatch”, 2021), το τελευταίο φιλμ του Τεξανού Γουές Άντερσον, τον ιλιγγιώδη καταιγισμό εικόνων, παστέλ χρωμάτων, ήχων, σχημάτων, εικαστικών - συχνά γεωμετρικών - πλάνων, μουσικών, ανθρώπων, πολύ και αδιάκοπου λόγου, σκηνικών (συχνά συρόμενων ή κινούμενων), κοστουμιών, σχεδίων, βινιετών, πλάνων ανθρώπων διαφορετικής κλίμακας, σκηνών καρτούν και tableaux vivants ή σκέτα ταμπλό (πίνακες)· αφηγηματικά κεφάλαια και επεισόδια ενός σχεδόν σπονδυλωτού φιλμ, που συναπαρτίζουν τον νοσταλγικό έπαινο της σκεπτόμενης, γλαφυρής, κριτικής και διανοούμενης δημοσιογραφίας ενός σπουδαίου (φανταστικού) περιοδικού, που μοιάζει με το New Yorker. To φανταστικό αυτό περιοδικό, The French Dispatch, έχει φτιαχτεί από υπέροχους Αμερικανούς δημοσιογράφους και συγγραφείς, εκπατρισμένους στη γοητευτική, πνευματώδη Γαλλία, με έδρα μια φανταστική γαλλική πόλη. Η ταινία αποτελεί την εικονοποίηση των τελευταίων άρθρων που έγραψαν οι διαπρεπείς δημοσιογράφοι του, λίγο πριν πεθάνει ο ευφυέστατος και λεπταίσθητος, οραματιστής διευθυντής του (ο απολαυστικός Μπιλ Μάρεϊ). Στη διαθήκη του ανέφερε πως αφού πεθάνει δεν πρόκειτα να ξανακυκλοφορήσει άλλο τεύχος, κατά συνέπεια παρακολουθούμε μπροστά στα κατάπληκτα μάτια μας την ιστορία και το φτιάξιμο των τελευταίων υπέροχων άρθρων! Να μην ξεχάσουμε πως παρελαύνουν σε πολλούς μικρούς ρόλους σημαντικοί ηθοποιοί που δέχτηκαν να συνεργαστούν μαζί του για ολιγόλεπτες παρουσίες: Μπενίτσιο ντελ Τόρο, Έιντριεν Μπρόντι, Τίλντα Σουίντον, Λεά Σεϊντού, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, Τίμοθι Σαλαμέ, Τζέφρι Ράιτ, Ματιέ Αμαλρίκ, Μπιλ Μάρεϊ, Όουεν Γουίλσον, Ελίζαμπεθ Μος, Σέρσα Ρόναν, Γουίλιαμ Νταφόε, Εντουαρντ Νόρτον.
Έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα ξέφρενο, παράδοξο, ιδιοσυγκρασιακό ποιητικό φιλμ, απαράμιλλα αρχιτεκτονημένο, πολυσύνθετο και ακραίο μορφικά, του πολύ ξεχωριστού Γουές Άντερσον, τελειομανούς χειριστή λεπτομερειών, από τα σκηνικά έως τα πλάνα, τα γραφιστικά, το deseign και τα κοστούμια. Είναι ένας σύγχρονος, Αμερικανός, φαντασμαγορικός σκηνοθέτης και κινηματογραφικός ταχυδακτυλουργός και μαέστρος, τον οποίο εκτιμούμε και αγαπάμε. Η “Γαλλική αποστολή” είναι φιλμ που σε κατακλύζει, που είναι βεβαίως αδύνατο να καταλάβεις σε όλες τις όμορφες, σαγηνευτικές λεπτομέρειές του...
Ο ξέφρενος ρυθμός κατοχυρώθηκε στα φιλμ του Γουές Άντερσον ιδίως με το εικαστικό, σκωπτικό κι ευφάνταστο καρτούν “Fantastic Mr Fox” (2009). Δεύτερο εντυπωσιακό, απόκοσμο και σαγηνευτικό καρτούν του ήταν το λίγο άγριο και συνάμα τρυφερό “Το νησί των σκύλων” του 2018. Η πρώτη φρενιτιώδης, δυσανάγνωστη και μαγευτική μυθοπλασία του που βομβάρδιζε τον θεατή με οπτικές πληροφορίες και δεδομένα ήταν το περίφημο “Ξενοδοχείο Grand Budapest” (2014).
Ο Γουές Άντερσον ξεκίνησε τις μεγάλου μήκους ταινίες του με μια τρελή, διασκεδαστική, παράταιρη αστυνομική κωμωδία, το “Bottle Rocket”, που γύρισε το 1966. Το δεύτερο φιλμ του ήταν το παλαβά αστείο μα κι ερωτικό - σαν τον ήρωά του, που υποδύεται ένας από τους σταθερούς συνεργάτες του, ο Τζέισον Σβάρτζμαν - “Rushmore” (ελληνικός τίτλος “Ο αρχάριος”), γυρισμένο το 1998 και διαδραματιζόμενο σε και γύρω από ένα ιδιωτικό γυμνάσιο.
Οι όμορφες παλιές ταινίες του δεν υιοθετούσαν τόσο γρήγορους ρυθμούς, μα συναποτελούσαν μυστήριες αφηγήσεις και παράξενα, ελκυστικά φιλμικά καλειδοσκόπια. Αυτό ισχύει στo εξωτικό, ταξιδιωτικό, ποιητικό, γραφικό κι αστείο “The Darjeeling Limited” (ελληνικός τίτλος “Ταξίδι στο Darjeeling”, 2007) για τρία παλαβούτσικα αδέλφια στην Ινδία σε πνευματική αναζήτηση. Το σαρκαστικό “Οικογένεια Τενενμπάουμ” (“Τhe Royal Tenenbaums”, 2001) με θέμα τα παράξενα μέλη μιας ανεδαφικής, δυσλειτουργικής οικογένειας, και οι “Υδάτινες ιστορίες” (“The Life Aquatic with Steve Zissou, 2003) με ήρωα έναν γοητευτικό και ιδιότυπο Αμερικανό Κουστό, περιλαμβάνουν μια παρόμοια κωμική τρέλα, αθωότητα, ειρωνεία, παραλογισμό και σουρεαλιστική παραδοξότητα. Ο Γουές Άντερσον διακονεί με επιμονή έναν κινηματογράφο μοντέρνο, αντιρεαλιστικό, ιδεοληπτικό κι αναγνωρίσιμο. Ποντάρει στην λεπτοφτιαγμένη τεχνική του που παραπέμπει μορφικά στους καλλιτέχνες μετρ των κινουμένων σχεδίων. Ορισμένοι τον κατηγορούν δίχως ανοιχτό ορίζοντα θέασης, πως απλά κατασκευάζει χαριτωμένες και μανιακές παραξενιές, φορμαλιστικά καλαμπούρια, και καλαίσθητο ανθρώπινο κουκλοθέατρο, μειώνοντας άδικα την αισθητική του και συρρικνώνοντας τις πολλαπλές ιδέες του.
Ο Αμερικανός ποιητής καλοδιαλεγμένων εικόνων, χαρακτηριστικών ήχων και όμορφων μουσικών, Γ.Άντερσον, δημιούργησε επίσης μια από τις ωραιότερες, γλυκύτερες και τρυφερότερες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά πάνω στον παιδικό έρωτα, το μαγευτικό, ελεύθερο και παραμυθένιο, σαν και άλλα του φιλμ, “Moonrise Kingdom” (ελληνικός τίτλος “Ο έρωτας του φεγγαριού”, 2012).


Οι δηλώσεις του σκηνοθέτη

Θυμάμαι ότι διάβασα μια συνέντευξη του Tom Stoppard, στην οποία κάποιος τον ρώτησε από πού προέρχεται ένα από τα έργα του και είπε ότι πάντα υπάρχουν δύο διαφορετικές αφετηρίες μιας ιδέας που συνθέτονται και γίνεται το επόμενο έργο. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σε μένα κάθε φορά. Αυτή η ταινία λοιπόν είναι στην πραγματικότητα τρία πράγματα: μια συλλογή διηγημάτων, κάτι που πάντα ήθελα να κάνω, μια ταινία εμπνευσμένη από το The New Yorker και τον τύπο του συγγραφέα που φημίζονταν ότι δημοσίευε. Και τέλος, έχω ζήσει πολύ στη Γαλλία όλα αυτά τα χρόνια και πάντα ήθελα να κάνω μια γαλλική ταινία και μια ταινία που να σχετίζεται με τον γαλλικό κινηματογράφο.
(...) Όταν ήμουν στη πρώτη λυκείου, το homeroom στο Χιούστον ήταν στη βιβλιοθήκη και απέναντί υπήρχαν αυτά τα ξύλινα ράφια με τα περιοδικά. Υπήρχε ένα περιοδικό με εικονογράφηση στο εξώφυλλο και άρχισα να το κοιτάζω. Έγινα τακτικός αναγνώστης του New Yorker στο δωμάτιο του σπιτιού μου περιμένοντας να ξεκινήσει το σχολείο. Άρχισα να διαβάζω τα προηγούμενα τεύχη  και να μαζεύω τα ονόματα των συγγραφέων που εμφανίζονταν ξανά και ξανά. Έτσι, κόλλησα .
(...) Σε αυτή την ταινία, η σχέση με τον γραπτό λόγο εμφανίζεται σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Υπάρχει αυτό που βλέπετε στην οθόνη, υπάρχουν οι υπότιτλοι, υπάρχει η υφή του περιοδικού και υπάρχει η αξία της σχέσης με τους συγγραφείς και με ένα είδος γραφής που οι άνθρωποι νιώθουν ότι χάνεται τώρα. Ο ήρωας της κάθε ιστορίας είναι ένας συγγραφέας.
(...) Ο γαλλικός κινηματογράφος ξεκινά όταν ξεκινά και ο κινηματογράφος, με τους αδερφούς Lumière και τον Georges Méliès. Λατρεύω τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του τριάντα, τον Julien Duvivier, τις ιστορίες της Μασσαλίας του Marcel Pagnol, τις ταινίες του Jean Grémillon, τις οποίες είδα πιο πρόσφατα. Και μετά ο Jacques Tati, Jean-Pierre Melville και οι κινηματογραφιστές του Νέου Κύματος—Truffaut, Louis Malle, Godard.  Και ίσως στο επίκεντρο όλων είναι ο Jean Renoir.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)