(Γαλλική αποστολή)
του Wes Anderson
(σχόλιο του Σωτήρη Ζήκου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_the-french-dispatch2.jpg

Σε μια πρώτη ανταπόκριση μετά τη θέαση της ταινίας, ένα έχω να πω: όποιος έχει επιχειρήσει και θα επιχειρήσει να την αναλύσει, την έχει πατήσει, παίρνοντας τοις μετρητοίς και όχι επί πιστώσει, τις αναφορές της σε πολιτισμικά φαινόμενα του 20ου αιώνα (αναζήτηση του μοντέρνου στην Τέχνη, μανιφέστο νεανικών εξεγέρσεων, ένδοξη γαστρονομία) έτσι όπως καταγράφηκαν σε επιδραστικά περιοδικά ποικίλης ύλης, που κάποια τακτικά τους θέματά, επαναλαμβανόμενα, έγιναν μόδα, κίνημα, μύθος, μυθοπλασία...
Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να τη δει, να την απολαύσει και μετά να την ξεχάσει, όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο, για να μην βασανίζεται περαιτέρω “τι να σημαίνουν όλα αυτά΄” με τις έξυπνες υπο-δηλώσεις της και τις άψογες αισθητικά αναπαραστάσεις της που ζωντανεύουν τυπωμένες σελίδες άλλης εποχής και λειτουργούν αφηγηματικά σαν μεταφορές που επιδίδονται σε ανατροπές των μύθων του αιώνα!
Τουλάχιστον οι νεότερες γενιές θεατών την βλέπουν και γελάνε σε κάποια σημεία και δεν χολοσκάνε στ' άλλα που δεν πιάνουν σε τι αναφέται και “τι ήθελε να πει” και στην αμέσως επόμενη στιγμή πάνε γι' άλλα... παραμύθια!


Οι δηλώσεις του σκηνοθέτη

Θυμάμαι ότι διάβασα μια συνέντευξη του Tom Stoppard, στην οποία κάποιος τον ρώτησε από πού προέρχεται ένα από τα έργα του και είπε ότι πάντα υπάρχουν δύο διαφορετικές αφετηρίες μιας ιδέας που συνθέτονται και γίνεται το επόμενο έργο. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σε μένα κάθε φορά. Αυτή η ταινία λοιπόν είναι στην πραγματικότητα τρία πράγματα: μια συλλογή διηγημάτων, κάτι που πάντα ήθελα να κάνω, μια ταινία εμπνευσμένη από το The New Yorker και τον τύπο του συγγραφέα που φημίζονταν ότι δημοσίευε. Και τέλος, έχω ζήσει πολύ στη Γαλλία όλα αυτά τα χρόνια και πάντα ήθελα να κάνω μια γαλλική ταινία και μια ταινία που να σχετίζεται με τον γαλλικό κινηματογράφο.
(...) Όταν ήμουν στη πρώτη λυκείου, το homeroom στο Χιούστον ήταν στη βιβλιοθήκη και απέναντί υπήρχαν αυτά τα ξύλινα ράφια με τα περιοδικά. Υπήρχε ένα περιοδικό με εικονογράφηση στο εξώφυλλο και άρχισα να το κοιτάζω. Έγινα τακτικός αναγνώστης του New Yorker στο δωμάτιο του σπιτιού μου περιμένοντας να ξεκινήσει το σχολείο. Άρχισα να διαβάζω τα προηγούμενα τεύχη και να μαζεύω τα ονόματα των συγγραφέων που εμφανίζονταν ξανά και ξανά. Έτσι, κόλλησα .
(...) Σε αυτή την ταινία, η σχέση με τον γραπτό λόγο εμφανίζεται σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Υπάρχει αυτό που βλέπετε στην οθόνη, υπάρχουν οι υπότιτλοι, υπάρχει η υφή του περιοδικού και υπάρχει η αξία της σχέσης με τους συγγραφείς και με ένα είδος γραφής που οι άνθρωποι νιώθουν ότι χάνεται τώρα. Ο ήρωας της κάθε ιστορίας είναι ένας συγγραφέας.
(...) Ο γαλλικός κινηματογράφος ξεκινά όταν ξεκινά και ο κινηματογράφος, με τους αδερφούς Lumière και τον Georges Méliès. Λατρεύω τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του τριάντα, τον Julien Duvivier, τις ιστορίες της Μασσαλίας του Marcel Pagnol, τις ταινίες του Jean Grémillon, τις οποίες είδα πιο πρόσφατα. Και μετά ο Jacques Tati, Jean-Pierre Melville και οι κινηματογραφιστές του Νέου Κύματος—Truffaut, Louis Malle, Godard. Και ίσως στο επίκεντρο όλων είναι ο Jean Renoir.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)