(Φωτιά πυροσβέστες)
του Miloš Forman
(η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_the-firemens-ball.jpg

(...) Το Φωτιά πυροσβέστες (1967), όντας μια σάτιρα σαφέστατα αλληγορική, μπορεί να ερμηνευθεί τουλάχιστον με δύο τρόπους, ανάλογα με τη σκοπιά που θα υιοθετήσει ο θεατής: ένα πολιτικό και έναν δεύτερο ουμανιστικό.
Ένας χορός των πυροσβεστών στον οποίο πρόκειται να εκλεγεί και μια δυσεύρετη “μις” που θα δώσει το αναμνηστικό δώρο στον ετοιμοθάνατο επίτιμο πρόεδρο του σώματος των Πυροσβεστών, καθώς επίσης να μοιρασθούν και δώρα τα οποία κλέβονται όλα μέχρι να ρθει η στιγμή της κλήρωσης που δεν γίνεται ποτέ, μπορεί να σημαίνει κατ’ αρχήν “εδώ ο κόσμος καίγεται ...”. Και καίγεται διότι οι πυροσβέστες (η εξουσία) είναι ανίκανοι να σβήσουν φωτιές. Κι ακόμα διότι οι οργανωτές του χορού, όπως και οι καλεσμένοι δεν απορρίπτουν την κλοπή σαν τρόπο να προσφέρει κανείς στον εαυτό του δώρα χωρίς να περιμένει να του τα προσφέρουν άλλοι. Κι επιπλέον, γιατί όταν δεν υπάρχουν υποψήφιοι για ένα πόστο (π.χ. αυτό της μις πυροσβεστίνας ) θα δημιουργηθούν με το ζόρι.
Αν οι πυροσβέστες εκπροσωπούν την κομμουνιστική εξουσία -και έχουμε κάθε λόγο να δώσουμε μια τέτοια ερμηνεία στην αλληγορία, αν πάρουμε υπ’ όψιν ότι στην Τσεχοσλοβακία του Ντούμπτσεκ δημιουργήθηκε και άνθισε ο λεγόμενος “κινηματογράφος των υπονοούμενων” - τότε το φιλμ ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της αυστηρής αλλά καλόπιστης κριτικής και γίνεται λίβελλος.
Ο οποίος, ωστόσο απαλαίνεται και ξεφεύγει απ’ τις αρπαγές της λογοκρισίας καθώς καμουφλάρεται με τον ουμανιστικό μανδύα: Πως είναι δυνατόν να προκαλούν τόσο κακό άνθρωποι που έχουν τις αγιότερες των προθέσεων;
Διότι οι πυροσβέστες, εξ ορισμού ταγμένοι στο καλό, είναι πλήρως ανίκανοι να το υπηρετήσουν, εξαιτίας ενός είδους κακίας και σκληρότητας απόλυτα συνυφασμένης με την ασχήμια και τη βλακεία τους, που διαβρώνει τις καλές προσθέσεις και οδηγεί σε αποτέλεσμα αντίθετο απ’ το επιδιωκώμενο. (Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε εδώ το Ο Διάβολος κι καλός Θεός του Σάρτρ). Άρα, η κακία αποτελεί βασική διάσταση της “ανθρώπινης κατάστασης” και συνεπώς πρέπει να γίνει αποδεκτή σαν α-πριόρι κατηγόρημα.
Όποια απ’ τις δύο ερμηνείες κι αν υιοθετήσει κανείς -εμείς τις υιοθετούμε και τις δύο για να τις απορρίψουμε και τις δύο- παραμένει το γεγονός πως το σενάριο είναι φτιαγμένο με πάρα πολύ μυαλό ενώ η δωρική σκηνοθεσία το υπηρετεί άψογα. Η ταινία μοιάζει σαν μηχανισμός ύψιστης ακρίβειας που λειτουργεί τέλεια. Χάρις στο καστ, πριν απ’ το κάθε τι: Οι αστείες και κατάσχημες φάτσες και των πρωταγωνιστών και των κομπάρσων μπαίνουν σαν όροι της τριπλής εξίσωσης: ασχήμια -βλακεία- κακία.
Με τέτοιες φάτσες, το στυλ καρικατούρας που υιοθετεί ο σκηνοθέτης είναι αδυνατόν να μην υπηρετηθεί με τον καλύτερο τρόπο, ώστε να προκληθεί γέλιο τρανταχτό στην αίθουσα. Ωστόσο, πρόκειται για έναν γέλιο στυφό και πικρό, όμοιο μ’ αυτό του Γκόγκολ, με τις Νεκρές ψυχές και το Παλτό του οποίου ο θεατής μπορεί να βρει πολλές αναλογίες.

(απόσπασμα από κριτική που δημοσιεύτηκε στην εφ. Βήμα, 23-2-1977)

Hoří, má panenko/ The Firemen's Ball (Φωτιά πυροσβέστες) (Miloš Forman, 1967)