(Οκτώβρης, Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο)
των Sergei Eisenstein & Grigori Aleksandrov
η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη
Η τρίτη σε χρονολογική σειρά ταινία του Αϊζενστάιν, γυρισμένη δύο χρόνια μετά το Ποτέμκιν (το 1927) κατά παραγγελίαν για τον εορτασμό της δεκάτης επετείου της Οχτωβριανής Επανάστασης, είχε να αντιμετωπίσει τότε (και τώρα) μια διπλή προκατάληψη: το μύθο του Ποτέμκιν και την απαίτηση για ρεαλισμό πάση θυσία, αφού πρόκειται για Ιστορία. Από δω και η οργή του Μαγιακόφσκι και των φίλων του που χτύπησαν ανηλεώς τούτο το αριστούργημα, προσάπτοντας στον Αϊζενστάιν τη μομφή της παραχώρησης στο συναισθηματισμό και το άτοπο χιούμορ, που απομακρύνουν το φιλμ από την ιδεολογική και αισθητική ανωτερότητα του Ποτέμκιν. Ξέχασαν ίσως πως ο Αϊζενστάιν ήταν μέγας είρων και πως δε συνέχεε ποτέ τη σοβαρότητα με τη σοβαροφάνεια.
Πράγματι, ο Οχτώβρης δεν έχει καμία άλλη σχέση με το Ποτέμκιν, πέρα από το ότι και τα δύο στηρίζονται στην Ιστορία, κι ακόμα από το γεγονός πως είναι φτιαγμένα από τον ίδιο μεγαλοφυή δημιουργό.
Εδώ, αντίθετα από το Ποτέμκιν, το «μοντάζ των εντυπώσεων» δίνει τη θέση του στο «ιδεολογικό μοντάζ», μέσω του οποίου εικάζεται στο φιλμ ένας λυρισμός και μια καταλυτική ειρωνεία που δεν υπάρχουν στο Ποτέμκιν.
«Δεν είμαι ρεαλιστής, είμαι ματεριαλιστής. Ξεκινάω από το ρεαλισμό για να φτάσω στην πραγματικότητα», έλεγε ο Αϊζενστάιν. Αλλά υπήρχε το προηγούμενο του Ποτέμκιν που επίσης παρανοήθηκε και που δεν επέτρεψε στους μη-διαλεκτικούς να καταλάβουν ότι στην παραπάνω διατύπωση δεν υπάρχει καμιά αντίφαση.
Όπως και να ’ναι, θα ήταν τεράστιο λάθος ν’ αντιμετωπίζει κάποιος τον Οχτώβρη ως ρεαλιστική-ιστορική ταινία, όπως λάθος είναι να αντιμετωπίζουμε τον Αϊζενστάιν σαν τον κατ’ εξοχήν επικό, όπως τον ήθελε ο Μουσινάκ, που επέβαλε αυτό το λάθος και στους κατοπινούς.
Ωστόσο, ο λυρισμός του Αϊζενστάιν, που στον Οχτώβρη περισσεύει, δεν έχει καμία σχέση με τα συναισθηματικά νιαουρίσματα των ευαίσθητων ποιητίσκων: είναι ύμνος και παιάνας.
«Από την εικόνα στο συναίσθημα, από το συναίσθημα στην ιδέα, από την ιδέα στη θέση». Πρόκειται για μότο που ο Αϊζενστάιν το επαναλάμβανε συχνά και το οποίο δείχνει παραστατικότατα ένα δημιουργικό προτσές που ξεκινάει από τον εύκολο ρεαλισμό για να καταλήξει στη θέση, πράγμα σχεδόν άγνωστο στους λυρικούς, που κολλούν στο δεύτερο σκαλοπάτι (συναίσθημα).
Και για να παραστατικοποιήσει τη θέση του ο σοφός θεμελιωτής της κινηματογραφικής αισθητικής, δε διστάζει να υιοθετήσει ακόμα και πολύ χοντρά ευρήματα, όπως το ανάποδο γύρισμα (στήσιμο γκρεμισμένων τσαρικών αγαλμάτων με το παμπάλαιο τρικ των Λιμιέρ) ή τη μη λογική χρήση του χώρου, όπως στο μπουρλέσκ (στριφογυρίσματα αμήχανα του κωμικού Κερένσκι στις σκάλες).
«Μας χρειάζεται μια καινούργια μυθολογία, αλλά αυτή πρέπει να μένει στην υπηρεσία των ιδεών, στην υπηρεσία του λογικού», έλεγε ο Σέλινγκ απευθυνόμενος στον Χέγκελ. Και συνέχιζε: «Όσο δε μεταμορφώνουμε τις ιδέες σε τέχνη, δηλαδή σε μύθους, αυτές δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για το λαό». Ο μέγας διαλεκτικός Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς ήξερε να εφαρμόζει τέλεια την παραπάνω ρήση, που φυσικά τη γνώριζε.
Έτσι υπήρξε πράγματι ένας μπρεχτικός πριν από τον Μπρεχτ, με τη διαφορά ότι χρησιμοποιεί ιστορίες πάρα πολύ γνωστές στο κοινό του, που γίνονται μύθοι με την αισθητική τους μετάπλαση. (Η ιστορία αποκλείεται να μη γίνει μύθος στο πέρασμά της από την επιστήμη της Ιστορίας στην Τέχνη). Ο Αϊζενστάιν ξέρει καλά αυτό που δεν κατάλαβαν ποτέ οι πάπες του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού»: ο ρεαλισμός στην εικονογράφηση της Ιστορίας δεν έχει κανένα νόημα, αφού η αναπαράσταση του γεγονότος μόνο με το ντοκιμαντέρ είναι δυνατή. Και ο Αϊζενστάιν δεν ήταν ούτε ντοκιμαντερίστας ούτε εικονογράφος της Ιστορίας. Ήταν ένας μεγαλοφυής δημιουργός που πατούσε στέρεα στη διαλεκτική.
Ο Οχτώβρης πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως ιστορικό-επικό φιλμ, αλλά ως δοξαστικός παιάνας για ένα ιστορικό γεγονός. Παιάνας από τον οποίο έχουν αποκλειστεί εμπρόσθετα τα ατεκμηρίωτα λυρικο-αισθηματικά ξεσπάσματα.
(δημοσιεύτηκε στην εφ. Το Βήμα, 26-11-1974)