(Η Χίμαιρα)
της Alice Rohrwacher
(κριτική: Μαρία Γαβαλά)
«Ό,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ, δεν είναι για τα μάτια των ανθρώπων», θα πει η αγαθή υπηρέτρια Ιτάλια, εκπροσωπώντας την αθώα, την αγνή, την υπερήφανη Ιταλία, απέναντι στην άλλη Ιταλία, τη φάλτσα και χαμερπή, τη βουτηγμένη ως τα μπούνια στην ανομία. Η Ιταλία της λάμψης και περηφάνιας απέναντι στην Ιταλία της λοβιτούρας και της απόλυτης σύγχυσης. «Χίμαιρα», 2023, της Αλίτσε Ρορβάχερ. Μία πολύ όμορφη ταινία, κατά τη γνώμη μου από τις καλύτερες της χρονιάς, που η «επίσημη κινηματογραφική κριτική» της χώρας μας την υποδέχτηκε μάλλον με δυσπιστία.
Για το κινηματογραφικό παρελθόν της Αλίτσε, αδελφής της ηθοποιού Άλμπα Ρορβάχερ, γνωρίζουμε αρκετά, έχοντας δει τις προηγούμενες, ενδιαφέρουσες αλλά ατελείς, καθώς πιστεύω, ταινίες της. «Corpo celeste», «Le meraviglie», «Lazzaro Felice». Εδώ όμως, με τη «Χίμαιρα», δείχνει να βρίσκεται σε πλήρη ωριμότητα, προσφέροντάς μας μια ταινία εξαιρετικά πλούσια –ως πρόταση κατασκευής, ως σύνθεση τολμηρών απόψεων και αποφάσεων, τόσο αισθητικής όσο και σημασιολογικής φύσεως, ως εγχείρημα γόνιμου, αποδοτικού, συσχετισμού με αναφορές σε εμβληματικές ταινίες, ορόσημα και σταθμούς, χωρίς φυσικά καμιά διάθεση αναμέτρησης μαζί τους: «Ταξίδι στην Ιταλία» του Ροσελίνι, «Ακατόνε» του Παζολίνι, «Ρόμα» του Φελίνι, «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» του Σπίλμπεργκ. Αλλά και ως προσωπική πηγαία έμπνευση, στη γνώριμη προσωπική της σεναριακή γραμμή πλεύσης πάντα. Ιστορίες πάνω σε θαύματα και αλλόκοτα πρόσωπα, πάνω σε λαϊκά μυθεύματα κι αλαφροΐσκιωτους ήρωες, σε συνδυασμό με σύγχρονα καυτά κοινωνικά ζητήματα. Στο προσκήνιο ή και στο παρασκήνιο της ιταλικής ζωής και των ιδιοτυπιών της σκέψης, όσο και της συμπεριφοράς της σύγχρονης ιταλικής ψυχής (πεποιθήσεις, φόβους, προκαταλήψεις). Μια ταινία ξεκάθαρα Ιταλική, με όλη τη σημασία της λέξης. Πάνω σε χίμαιρες, όντως, αλλά και πάνω σε αδιάσειστες αλήθειες της πραγματικότητας, εκεί όπου δεν χωρά κανένα απολύτως ψέμα, καμιά ψευδαίσθηση ή φαντασίωση. Ένα γοητευτικό όσο και σκληρό ταξίδι στην Ιταλία της δεκαετίας του ’80, προς αναζήτηση ταυτότητας (πολιτισμικής και ερωτικής) και ταυτοποίησης εσωτερικών (στο σκότος), ανομολόγητων συναισθημάτων και επιθυμιών, σε αντιπαράσταση με εξωτερικές επαληθεύσεις (στο φως της ημέρας). Και όχι μόνο λόγω της παρουσίας της υπέροχης, κάθε άλλο παρά γερασμένης Ιζαμπέλας Ροσελίνι/ ηλικιωμένης αρχόντισσας Φλόρα, την οποία οι σεναριακές θυγατέρες της θέλουν να την βγάλουν ανοϊκή, ενώ η ίδια τα έχει τετρακόσια, συνεχίζοντας να ξεχωρίζει, αλάθητα, τις πραγματικές αξίες της ζωής από τις κίβδηλες αξιώσεις. Και όχι μόνο, επειδή είναι μια ταινία που θα κατέλθει στον Άδη, μες στους καταψύκτες του χρόνου, σε συλημένους ή ασύλητους τάφους, προκειμένου να συναντήσει τον έρωτα, την αγάπη, το νόημα της ζωής, με πυξίδα τα οστά πανάρχαιων νεκρών. Στο επίκεντρο, η συμμορία των φτωχοδιαβόλων που σουφρώνει κτερίσματα. Τα απαραίτητα χρηστικά αντικείμενα, τα κοσμήματα ή τα παιχνίδια, τα απαραίτητα για τη χαρά των πεθαμένων μες στον αιώνιο ύπνο τους. Διαλέγοντας για πρωταγωνιστή έναν επήλυδα που στέκεται στον κόσμο ανάποδα, κρεμασμένος απ’ τα πόδια, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω – έναν κάποιον Αρτούρο, έναν Άγγλο (μπορεί και Ιρλανδό περιπλανώμενο, όπως μας πληροφορεί ο λαϊκός τροβαδούρος στην μπαλάντα του), έναν ρομαντικό κι αλαφροΐσκιωτο τύπο, για τον οποίο στην ουσία κανείς δεν ξέρει «από πού κρατά η σκούφια του». Έναν ξεβρασμένο στα ιταλικά εδάφη, που θα μπορούσε να ’χει αναδυθεί από κάποιο επεισόδιο του Αρθουριανού Κύκλου, ενόσω γίνεται αρχηγός των Τομπαρόλι, επτά ιταλιάνων τυμβωρύχων, μικροαπατεώνων λόγω ανέχειας και σκληρού κοινωνικού διαχωρισμού, που το παίζουν όμως Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας… Κοπανώντας τα με ιταλιάνικο φτηνόκρασο, μέσα από κύλικες της εποχής των Ετρούσκων, πιστεύοντας ότι έχουν βρει το Άγιο Δισκοπότηρό τους – δηλαδή, τον τρόπο να κερδίζουν λεφτά στο άρπα κόλλα, ξορκίζοντας συνάμα τη φτώχεια και τη βαθιά εξαθλίωσή τους.
Τι κατάφερε να μας δείξει αυτή η τόσο ξεχωριστή κινηματογραφίστρια; Το συλημένο πλάι πλάι με το ασύλητο. Το αγνό απέναντι στο κίβδηλο. Το αθώο να κονταροχτυπιέται με το αμαρτωλό, το ένοχο. Τους ζωντανούς να ταξιδεύουν παρέα με φαντάσματα (βρείτε έναν άλλο σύγχρονο σκηνοθέτη που να το έχει πετύχει τόσο καλά αυτό). Την τυμβωρυχία ως ένοχη πράξη, ως προκάλυψη ενεργειών απόγνωσης και διάσωσης του εαυτού. Τη ραβδοσκοπία προς άγραν εκμεταλλεύσιμων θησαυρών, που στην πραγματικότητα αποτελεί μέσον τυφλής αναζήτησης του χαμένου έρωτα. Το κομμένο κεφάλι του αγάλματος κάποιας αδέσποτης Πότνιας Θηρών, που θα καταλήξει στον πάτο της θάλασσας, να κάνει παρέα στην αδιασάλευτη αιωνιότητα του μύθου της Ευρυδίκης/Βενιαμίνας, όπως τη φαντάζεται η χιμαιρική ανάγκη ενός σύγχρονου Ορφέα/Αρθούρου. Άραγε μήπως, η Αλίτσε Ρορβάχερ, στη συγκεκριμένη ταινία της, καταδύεται μέσω μιας άτυπης κινηματογραφικής ανασκαφής, μέσα από φιλμικές μνήμες που την έχουν σημαδέψει, σε μια γενναία αναψηλάφηση ταινιών περασμένων δεκαετιών, των ’50, ’60 και ’70, ενεργοποιώντας θαυμάσια τα πλέον κατάλληλα βοηθήματα, σχεδόν διαβατήρια για το ταξίδι της σε ένα χώρο νοσταλγίας αλλά και αυτογνωσίας: πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε σε ένα ιδιαίτερου τύπου φορμά ως προς την εικόνα και ένα χαρακτηριστικό μουσικό μπαγκράουντ ποικίλων εποχών –ξεκινώντας από Μοντεβέρντι, Μότσαρτ και Βέρντι και φτάνοντας στα belle canzoni italiane ή σε μπαλάντες από μπάντες ιταλικού τραγουδιού πάνω σε κοινωνικά προβλήματα, ή στους ηλεκτρονικούς ήχους των Kraftwerk. Τι πλούτος, αλήθεια, πολύμορφος: εικονικός και ηχητικός!
«Αν είχαν επιβιώσει οι Ετρούσκοι, η Ιταλία πιθανόν δεν θα ήταν τόσο φαλλοκρατική», θα πει η πληθωρική φελινική φωτογράφος, η κατάσκοπος των μεγαλοκαρχαριών αρχαιοκάπηλων, λοιδορώντας τη συμμορία των φτωχοδιαβόλων που σκαλίζουν τάφους για να χορτάσουν την πείνα τους, ακολουθώντας στα τυφλά τον σαλεμένο, λόγω έρωτα, ραβδοσκόπο αρχηγό τους. «Αποτροπαϊκός φαλός» θα πει ο Άγγλος Αρτούρο για ένα κτέρισμα μες στα λάφυρα των συλημένων τάφων. «Κρεπαλικό πέος» θα μεταφράσουν οι άξεστοι τομπαρόλι. Ακριβώς, αυτές οι λανθασμένες ερμηνείες έχουν βαρύνουσα σημασία, όταν οι άνθρωποι κινούνται στην ίδια χώρα, στα ίδια μήκη κύματος, όμως το κενό ανάμεσά τους οδηγεί σε λάθος πλοήγηση και σε αδύνατες συναντήσεις .Τι είναι στ’ αλήθεια η χίμαιρα; Το απραγματοποίητο, το φανταστικό, το ονειρικό, μια στεγνή, αφηρημένη έννοια, ένα ανίσχυρο επίθεμα/γιατρικό πάνω σε ανεπούλωτο τραύμα; Ή ένα θαύμα της φύσης, κάτι μυστικό κι απίστευτο, που μπορεί να σε κάνει να νιώσεις όχι μόνο ασφαλής, αλλά και άρχοντας μες στη μοναξιά σου, συμφιλιωμένος με τον εαυτό σου, πάνω απ’ όλα παρηγορημένος ως προς τις απώλειές σου.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)