του Florenc Papas
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Αλβανία, 1996. Ένα ζευγάρι εφήβων -ο Τόνι και η Σάρα- μετά από τη διασκέδαση σ’ ένα λούνα παρκ περιπλανιέται στους δρόμους μιας επαρχιακής πόλης. Ζουν τις στιγμές μιας ανέμελης εφηβείας. Και οι δύο μεγαλώνουν χωρίς τους πατεράδες τους, οι οποίοι δουλεύουνε μετανάστες στην Ελλάδα. ...
Λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος, η χώρα βαδίζει δειλά, αμήχανα και άτεχνα, χωρίς ρυθμό στους καπιταλιστικούς δρόμους. Ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στη μητέρα αυτού του αγοριού, την Μίρα, μια άνεργη μαγείρισσα που προσπαθεί να επιβιώσει –οικονομικά και συναισθηματικά- μέσα στα συντρίμμια της χώρας. Περιγράφει τις αγωνίες της ζωής σ’ ένα δύσκολο οικονομικό περιβάλλον με αντίπαλους τόσο τη διάχυτη ανέχεια τις χώρας, όσο και την απότομη αλλαγή προσανατολισμού. Ωστόσο, ό,τι υπάρχει στο φόντο της αφήγησης -το φαινόμενο των «πυραμίδων», η απατηλή υπόσχεση- παγίδα ενός εύκολου πλουτισμού- δεν αργεί να έρθει στο προσκήνιο. Αυτό το επεισόδιο –η κατάρρευση των «πυραμίδων»- δηλαδή, η καταλήστευση των οικονομιών των πολιτών συνιστά την κορύφωση της δράσης, προκαλώντας την ανατροπή στις ζωές.
Ο σκηνοθέτης πιστά εφαρμόζει τις τυπικές προδιαγραφές ενός κοινωνικού μελοδράματος, χωρίς να κορυφώνει τους συναισθηματικούς τόνους, εστιάζοντας τόσο στο προσωπικές αγωνίες της νεαρής ακόμα μητέρας, αλλά, εξ αντανακλάσεως, και στην απουσία προοπτικών, δηλαδή «ονείρων» για τον έφηβο γιό της. Για τον έλληνα θεατή, η ταινία έχει μια επιπλέον «προστιθέμενη» αξία: προσφέρει μια εκ των έσω μαρτυρία για το τι συνέβαινε στην άλλη πλευρά της μετανάστευσης, τί διαδραματιζόταν στη χώρα προέλευσης των Αλβανών μεταναστών…
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2024