του Jacques Audiard
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_emilia-perez.jpg

Σπουδαία δικηγόρος αλλά μαθημένη στην αφάνεια, η Ρίτα Μόρα Κάστρο αρπάζει μια επικίνδυνη ευκαιρία να γίνει πλούσια όταν ο  Μανίτας ντελ Μόντε, μεγαλοβαρώνος των μεξικάνικων καρτέλ ναρκωτικών, ζητάει τη βοήθειά της για να πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερή του επιθυμία. Κανείς δεν πρέπει να μάθει τίποτα, ούτε καν η γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τους οποίους η Ρίτα θα πρέπει να εγκαταστήσει σ’ άλλη χώρα. Μετά θα είναι ελεύθερη και πλούσια, και ποτέ δεν θα τα ξαναπούν οι δύο τους. Έτσι τουλάχιστον της λέει. Μόνο που μια μέρα η Ρίτα θα συναντήσει -όχι τυχαία- την Εμίλια. Τώρα για καλό ή για κακό θα δείξει…
Μιούζικαλ, δράμα και κωμωδία μαζί, μικρό εγκώμιο φιλίας κι ελεγεία για την τρανς ψυχή και για την ανάγκη του καθενός μας ν’ αλλάξει, αλλά κι ηχηρό σχόλιο για τις εξαφανίσεις στο Μεξικό, τη διαφθορά της πολιτικής και το χρήμα, η Emilia Perez του Ζακ Οντιάρ, βραβευμένη στο Φεστιβάλ Καννών 2024 με το Βραβείο Επιτροπής και το βραβείο γυναικείας ερμηνείας για όλες της τις πρωταγωνίστριες, ζει το μαξιμαλισμό της στο φουλ και πλευρίζει το θεατή κοχλάζοντας σαν λατινοαμερικανική σαπουνόπερα ξέχειλη από επιθυμίες, πάθη και λάθη. Κι ενώ εύκολα με τέτοια πλοκή θα μπορούσε να καταποντιστεί ή να δείχνει ανούσια η σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Οντιάρ την κάνει εξαρχής να λάμπει, να καθαγιάζεται και να συγκινεί -παρά το μικρό της εκτροχιασμό στο δεύτερο μέρος-, θυμίζοντας άλλοτε καλοκουρδισμένο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ κι άλλοτε Αλμοδοβάρ σε ώριμο, παιχνιδιάρικο αναστοχασμό του. Κι αυτό γιατί παρ’ ότι ο Οντιάρ έχει βάλει τη δική του τέχνη για να ισορροπήσει την εξτραβαγκάνζα και το φαντεζί με στιβαρότητα, συνοχή και μέτρο, με ερμηνείες εσωτερικές, με ζεστά σκηνικά, ωραίους φωτισμούς και πεντακάθαρα στημένα πλάνα, το πνεύμα του Αλμοδοβάρ είναι αυτό που ίπταται πάνω απ’ την αφήγηση και συχνά το ύφος και την αισθητική της. Θυμίζοντάς μας ταυτόχρονα -κι ας ελπίσουμε και στον ίδιο- πως μια ιστορία τέτοιων προσδοκιών εξακολουθεί να την χρωστάει -σε μας και στον εαυτό του.
Κατά τ’ άλλα η Emilia Perez την ίδια ώρα που εκρήγνυται σαν πυροτέχνημα, αφήνει να φανεί η μελαγχολία κάτω απ’ τη μανία της, μιλώντας για ό,τι χάθηκε μέσα απ’ αυτό που είναι εκεί, αντιπαραβάλλοντας στην επιφανειακότητα της εικόνας την ουσία αυτού που δεν φαίνεται, αλλά καθορίζει τη ζωή μας την ίδια, κι αρθρώνοντας λόγο για μια επανόρθωση που για να γίνει εφικτή, πρέπει πρώτα να υπάρξει πένθος. Πράγμα όχι πάντα τόσο εύκολο, μια κι όπως λέει ο Εβραίος γιατρός στη Ρίτα σ’ ένα νούμερο δυσοίωνα προφητικό, που θα το σκεφτούμε βγαίνοντας απ’ την αίθουσα, υπάρχει ένα επίπεδο στο οποίο αυτό που είμαστε δεν αλλάζει. Ή τουλάχιστον ότι όσο κι αν επέμβουμε δραστικά στο σώμα μας, δεν σημαίνει πως άλλαξε κι η ψυχή μας.   
Σ’ αυτή την -όπως αποδεικνύεται- ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης, οι άνδρες είναι αυτοί που δυσκολεύονται κυρίως ν’ αλλάξουν κι ίσως γι αυτό παραμένουν  εξαφανισμένοι, απόντες ή γκάνγκστερ που όσο κι αν θέλουν να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους, δυσκολεύονται ν’ απαρνηθούν τον παλιό τους εαυτό κι ας το λαχταρούν και μένουν δέσμιοι στις συνήθειες, το ρόλο και την εξουσία τους.
Τα τραγούδια κι η μουσική των Camille Dalmais και Clément Ducol επιτελούν κι αυτά τους στόχους τους στο έπακρο δίνοντας την ευκαιρία στην αισθαντική τρανς σταρ Κάρλα Σοφία Γκασκόν να δώσει τον καλύτερό της εαυτό και στην Σελίνα Γκομέζ να αναδείξει έναν απρόσμενο κόντρα ρόλο, θα ήταν όμως άδικο να μην πούμε πως η Ζόε Σαλντάνα είναι ακόμα πιο εξαιρετική – σχεδόν σαν να μην έχει όρια στην έκφρασή της.  
    Τελειώνοντας, η Emilia Perez θυμίζει κάπως το «όταν ο μύθος γίνεται πραγματικότητα, τύπωσε το μύθο» όπως έλεγαν στο Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς του Φορντ. Kαι γίνεται όχι μόνο μέσα απ’ το τέλος της αυτό, αλλά και χάρη στη γενικότερη στάση της απέναντι στο θεατή μια απ’ τις ταινίες εκείνες που του προκαλούν την πολύτιμη διάθεση να κουβεντιάσει και να μοιραστεί αυτά που είδε ως πραγματικότητα στην οθόνη. Κάτι που μας θυμίζει αναζωογονητικά τη δύναμη και τη γοητεία που έχει η κινηματογραφική αίθουσα όταν μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά ως συλλογική διαδικασία*.

*Κι επειδή σε κάθε συλλογική διαδικασία οι ιδέες ποτέ δεν είναι μόνο ενός, ένα ευχαριστώ στον Κυριάκο για την ωραία κουβέντα και τη συμβολή του ως προς αυτά που βρίσκονται κάτω απ’ την επιφάνεια της ταινίας.

Νύχτες Πρεμιέρας 2024