Ένας νεαρός καθηγητής Αγγλικών κάνει ιδιαίτερα στην κόρη μιας οικογένειας εύρωστων Αθηναίων. Η πρόσκαιρη σχέση του με την κοπέλα, αλλά και όλη την οικογένεια, θα τον βυθίσει μέσα στις παραξενιές της μεγαλοαστικής τάξης. Η συντριβή των ονείρων της νιότης, ο συμβιβασμός, η υποκρισία του περιβάλλοντος, το αδιέξοδο μιας γενιάς γίνονται το υλικό για να αποδοθεί με προσωπική και μοντέρνα κινηματογραφική γραφή το ταραγμένο πολιτικό κλίμα της Αθήνας του 1966.
O Βασίλης Ραφαηλίδης σε μια κριτική του στην εφ. Δημοκρατική Αλλαγή (27/9/1966) γράφει: «Η ανηλεής σάτιρα του αστικού νεοπλουτισμού, οι συνεχείς υπαινικτικές αναφορές στην προϊστορία της μεγαλοαστικής οικογένειας όπου τοποθετείται η δράση, η προσαρμοστικότητα τού τέλεια αλλοτριωμένου «πάτερ φαμίλια» στις κατ’ εξοχήν τοκογλυφικές «επιχειρήσεις οικοδομών», η ανεκδιήγητη οικοδέσποινα με την ζωώδη αισιοδοξία, ο τεντυμποΐζων υιός, η χαμένη και πελαγωμένη μέσα σ’ αυτόν τον ηλίθιο κυκεώνα κόρη – η μόνη που διατηρεί μερικά ίχνη πρωτόγονης ανθρωπιάς και καλωσύνης – δημιουργούν έναν κωμικοτραγικό περίγυρο, μέσα στον οποίον κινείται επαγγελματικά ο νεαρός δάσκαλος των Αγγλικών».
(δ.τ.)