του Στέργιου Πάσχου
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Πάντα ένιωθα ότι υπάρχουν οι ταινίες που δημιουργεί κάποιος και οι ταινίες που του συμβαίνουν. Η Λούλα ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία. Από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι τα γυρίσματα, όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα, με πολλά εμπόδια και ελάχιστα χρήματα, αλλά με έναν ούριο άνεμο που μας παρέσερνε και με ένα αίσθημα μέσα μου πως, όσες αναποδιές κι αν τύχουν, στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Το έργο έμοιαζε,με έναν μαγικό τρόπο, να φτιάχνεται μόνο του. Για κάθε ακύρωση ή αναποδιά που συναντούσαμε, μας περίμενε μια λύση στη γωνία – τις περισσότερες φορές, καλύτερη από τον αρχικό σχεδιασμό.
Ήταν οι μήνες της δεύτερης καραντίνας. Φτάναμε κάθε φορά στον χώρο και ένιωθα ότι συμμετέχουμε σε μια μυσταγωγία τελείως δική μας, ενώ η πόλη κοιμόταν. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, ξύπνησα με πόνους σε όλο μου το σώμα. Πήρα τηλέφωνο τον Κουτσαλιάρη και μου είπε κι εκείνος πως αυτά τα γυρίσματα ήταν ό,τι πιο δύσκολο είχε φέρει εις πέρας μέχρι τότε. Όλο το γύρισμα κράτησε δεκατέσσερις μέρες. Έπρεπε να γίνουν πάρα πολλά, πάρα πολύ γρήγορα, και σε αυτές τις συνθήκες είτε καταρρέεις είτε αφήνεις κατά μέρους τις διανοητικές διεργασίες και εμπιστεύεσαι απόλυτα το ένστικτο της στιγμής. Ευτυχώς για εμάς, συντονιστήκαμε όλοι στο δεύτερο. Όταν ξεκίνησε το μοντάζ, ένιωθα σαν εξερευνητής ενός κρυφού, ψιθυριστού παραληρήματος. Ακόμα το νιώθω και ελπίζω πως και ο θεατής θα γίνει κοινωνός του.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)