του Alfonso Cuarón
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_roma-2.jpg

ΟΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ
(μερικές σκέψεις για την ταινία «ΡΟΜΑ» του Αλφόνσο Κουαρόν).
1. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κριτικό κινηματογράφου, επισήμως, και δεν έχω καμιά διάθεση να κατακλύζω τον κόσμο με αστέρια, αστεράκια και διάφορους μετεωρίτες (μια και κανείς δεν με υποχρεώνει). Γράφω απλώς τη γνώμη μου, όντας σαράντα πέντε χρόνια θεατής, κινηματογραφόφιλος, έχοντας παράλληλα και διάφορα σχολικά τετράδια, όπου ανελλιπώς καταγράφω τις σκέψεις και τις εντυπώσεις μου απ’ τις ταινίες που βλέπω. Επίσης, θεωρώ ότι όσα φρονώ για την αξία μιας ταινίας, καθόλου δεν αποτελούν και την πλέον σωστή και σοφή άποψη, που θα μπορούσε να εκφέρει και να κοινοποιήσει κάποιος. Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε.
2. Την ταινία του Κουαρόν την είδα στους κινηματογράφους, χωρίς να κρατώ τίποτα, ούτε μεγάλο ούτε μικρό καλάθι. Οι προηγούμενες ταινίες του, όσες έχω δει, δεν μου άρεσαν ιδιαιτέρως. Για την τωρινή, λοιπόν, έχουμε και λέμε. Στα υπέρ συγκαταλέγονται: η πολύ όμορφη φωτογραφία που βοηθά εξαιρετικά την όλη εξιστόρηση του θέματος, ένα κεφάλαιο (το θέμα) που πιστεύω ότι συνήθως κρύβει πολλές δυσκολίες και απρόοπτα. Πρόκειται για χρονικό (συλλογικό και ατομικό, κοινωνικό και οικογενειακό), είδος δύσκολο να το δαμάσεις, σε εξιστόρηση, σε μετάδοση σημασιών, και σε πλάσιμο εύστοχων και απολαυστικών εικόνων. Στο κεφάλαιο της αναπαράστασης μιας συγκεκριμένης εποχής, από την Ιστορία ενός συγκεκριμένου τόπου (που είναι και η πατρίδα του), ο Κουαρόν επιτυγχάνει, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Επίσης, είναι εύστοχη η «κινητική» και το «σύνολο των κωδίκων συμπεριφοράς» των υπηρετριών, ιδιαιτέρως της Κλέο (πολύ χαρισματική η Γιαλίτζα Απαρίσιο). Στα υπέρ, επίσης, μερικές δυνατές επί μέρους σκηνές, όσες κρύβουν κι ένα υποδόριο ή πασιφανές χιούμορ. Για παράδειγμα, οι περιπέτειες της λιμουζίνας που στριμώχνεται στο στενό προαύλιο της αστικής οικίας του μεγαλογιατρού, τα σκυλόσκατα που κατακλύζουν τα πατώματα αυτού του μαραζωμένου και υπό διάλυση αρχοντικού ή της οικογενείας που το κατοικεί, το με κατσαρόλες και τενεκέδες σβήσιμο της πυρκαγιάς στο δάσος, υπό το μεθυσμένο παραλήρημα του αμερικάνου φιλοξενούμενου παραθεριστή, το μάθημα πολεμικών τεχνών στους επίδοξους Ninja, οι οποίοι σύντομα θα αντικαταστήσουν τα ξύλινα κοντάρια με αληθινά όπλα εξολόθρευσης, κι από αψίθυμα κοκόρια θα μετατραπούν σε στυγνούς δολοφόνους, κ.ο.κ. Είναι πολλές οι επί μέρους λεπτομέρειες στην ταινία του Κουαρόν, που μπορούν να εντυπωσιάσουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούν και να συγκροτήσουν ένα «σπουδαίο κοινωνικό έπος», όπως διάβασα να γράφεται στον Τύπο. Στα μειονεκτήματα τώρα: βρίσκω πως μια διαφαινόμενη «αϊζενσταϊνική» φιλοδοξία, που περικλείει στοιχεία του «κινηματογράφου-γροθιά» ή του «μοντάζ-ατραξιόν», μοντάζ έλξεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων – ιδιαιτέρως σε δύο ενότητες, σε κείνη της σφαγής των φοιτητών, σε στενή συνάρτηση και με τον δραματικό τοκετό της Κλέο, όπως και στην ενότητα του δαμασμού των κυμάτων και της αποκοτιάς της υπηρέτριας, που έχει στερηθεί μεν τη μητρότητα, όχι όμως και το ηρωικό μητρικό ένστικτο –, όλα αυτά λοιπόν τα βρίσκω υπερβολικά και όχι πολύ επιτυχημένα. Πολύ, εκ του ασφαλούς, δραματικά (όλοι κλαίμε σε αντίστοιχες σκηνές) και προαποφασισμένα (αλά χόλλυγουντ) ώστε να εκβιάσουν τα συναισθήματα και τη συμπόνια του θεατή. Θα τελειώσω, επισημαίνοντας και κάτι το ανισοβαρές στην αφηγηματική και σημασιολογική, τελική, εικόνα της ταινίας. Ενώ το πρώτο μέρος είναι χαμηλών τόνων, σχεδόν υποτονικό σε αφηγηματικότητα και δράση, στο δεύτερο όλα συμβαίνουν και εξελίσσονται ντεκρεσέντο. Μάλλον ηθελημένο είναι, ωστόσο το επισημαίνω. Αυτά τα ολίγα, καθόλου εκ του προχείρου, και συμπαθάτε με οι φανατικοί.

(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)