(Η άγρια αχλαδιά)
του Nuri Bilge Ceylan
«Οι περιπλανήσεις και οι διαρκείς απογοητεύσεις του νεαρού Sinan -Μια μελαγχολική ιστορία σε μικρές ευτράπελες πράξεις.»
Το κενό βλέμμα ενός νεαρού άνδρα πίσω από το τζάμι ενός παραλιακού καφενείου. Η μορφή του επικαλύπτεται από ήχους και εικόνες της θάλασσας, αντανακλάσεις του λιμανιού στο παράθυρο. Το εναρκτήριο πλάνο στην τελευταία κινηματογραφική δημιουργία του Nuri Bilge Ceylan υποδηλώνει τα πολλαπλά στρώματα μιας μακράς ταινίας με ελικοειδείς διαδρομές. Στατικό αλλά και κινούμενο, το πλάνο φαντάζει σα δυσδιάκριτο παλίμψηστο, όπως ακριβώς και ο ήρωας. Στην επόμενη σκηνή της άφιξης κάνουν κεκαλυμμένα την εμφάνισή τους κάποια πολύ σημαντικά στοιχεία της ταινίας. Η μοναχικότητα και βαρυθυμία του ήρωα, η οικονομική εξάρτηση και η διάλυση της οικογένειας, αλλά και η αναφορά σε ένα σκύλο που στην πορεία θα παίξει κομβικό ρόλο. Βρισκόμαστε ήδη στο πολύπλοκο κινηματογραφικό σύμπαν του Ceylan. Κι όμως το The Wild Pear Tree είναι η πιο οικεία και κοντά στο θεατή ταινία του.
Κεντρικός ήρωας ο Sinan, που μετά το πέρας των παιδαγωγικών σπουδών του στο Τσανάκκαλε επιστρέφει στο πατρικό του, σε κοντινή επαρχιακή κωμόπολη, χωρίς σαφή επαγγελματικά σχέδια αλλά με ξεκάθαρο στόχο να εκδώσει ένα βιβλίο. Η προοπτική να ακολουθήσει το επάγγελμα του δασκάλου πατέρα του δεν τον ενθουσιάζει και πολύ, πόσο μάλλον που ο τζογαδόρος γονιός έχει καταστρέψει με τα χρέη του την περιουσία και την υπόληψη της οικογένειας. Άφραγκος και χωρίς οικονομική ενίσχυση από πουθενά περιφέρεται στους δρόμους της πόλης αλλά και του κοντινού πατρικού χωριού, συναντάει συγγενείς και φίλους, μια παλιά αγαπημένη αλλά και τοπικούς παράγοντες, που όλοι ανεξαιρέτως τον απογοητεύουν, κάποιοι με τραγελαφικό τρόπο. Η ταινία παρακολουθεί σε μορφή επεισοδίων, αυτόνομων αλλά και αλληλένδετων αυτές τις συναντήσεις, σκιαγραφώντας μέσα από καταιγιστικούς πνευματώδεις διαλόγους το ψυχογραφικό πορτρέτο του ανήσυχου ήρωα και σε δεύτερο εξίσου σημαντικό επίπεδο αυτό του πατέρα, φωτίζοντας έτσι και τη δυναμική της σχέσης τους που βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας. Παράλληλα οι διαδοχικές αυτές συναντήσεις γίνονται ο καθρέφτης όχι μόνο μιας κοινωνίας με έντονα τα χαρακτηριστικά της τοπικότητας αλλά και της σύγχρονης προβληματικής Τουρκίας.
Τέσσερα χρόνια μετά τη Χειμερία Νάρκη ο Ceylan καταπιάνεται για άλλη μια φορά με έναν επίδοξο συγγραφέα, χαρακτήρα κυνικό και μισάνθρωπο, χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο το διάλογο. Οι διαφορές είναι ωστόσο πολλές και δεν εντοπίζονται μόνο στο λιγότερο επιβλητικό εδώ φυσικό τοπίο ή στη διαφορά ηλικίας των δύο ανδρών. Γειωμένη στα απλά και καθημερινά, με έντονο το ρεαλιστικό στοιχείο και ένα διάσπαρτο ειρωνικό χιούμορ, η Άγρια Αχλαδιά εγκαταλείπει τους εσωτερικούς χώρους και το ημίφως της Χειμερίας Νάρκης, μεταφέροντας τη δράση έξω, στο φως και στα χρώματα της τουρκικής υπαίθρου. Ταινία πολυφωνική, κινείται διαρκώς αλλάζοντας περιοχές και θεματολογίες, έχοντας στο επίκεντρο σταθερά τον νεαρό αργόσχολο συγγραφέα. Συζητήσεις, τηλεφωνικές συνομιλίες, διαφωνίες, έντονοι διαπληκτισμοί γίνονται καθοδόν, ενώ η κάμερα ακολουθεί καταπόδας (με τον ήρωα να έχει συχνά γυρισμένη την πλάτη), αλλάζοντας γωνίες λήψης και δοκιμάζοντας την ετοιμότητα και την πνευματική εγρήγορση του θεατή, όχι όμως και την αντοχή του. Κι αυτό γιατί ακόμα και οι πιο μακροσκελείς διάλογοι που θίγουν θέματα ηθικής ή θεολογίας μπορεί να μη συμβάλουν άμεσα στην ανάπτυξη της αφήγησης, συνυπάρχουν όμως με αυτήν, φωτίζοντας τους χαρακτήρες με μοναδική αληθοφάνεια, ενώ δίνονται με γλαφυρό και ευφυή τρόπο. Ό,τι ωστόσο συντελεί στη βυθομέτρηση της ψυχής –ρεαλιστικό ή ονειρικό- ή στην ανάδυση προσωπικών συναισθημάτων και αναμνήσεων, γίνεται εν στάσει, στις μικρές ενδιάμεσες παύσεις, με τη συμμετοχή συχνά της φύσης, αργά και υποβλητικά, με το γνωστό ποιητικό τρόπο του Ceylan. Ειδικότερα η σκηνή της συνάντησης του ζευγαριού, στην οποία ενεργοποιείται υπόγεια η φύση για την ανάδειξη της γυναικείας ομορφιάς είναι από τις ωραιότερες της ταινίας.
Κινητήριος εδώ μοχλός της αφηγηματικής εξέλιξης φαίνεται να είναι η πολυπόθητη έκδοση του βιβλίου του νεαρού Sinan, μια συλλογή διηγημάτων-δοκιμίων με τίτλο «Η Άγρια Αχλαδιά», εμπνευσμένων από τον τόπο καταγωγής του, που κατά βάση περιφρονεί. Μια μυθοπλαστική εκδοχή προσωπικών βιωμάτων, ένα σύγγραμμα που ο ίδιος ο δημιουργός του δυσκολεύεται να εντάξει σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος και με νεανική έπαρση αποκαλεί «ιδιάζον αυτοβιογραφικό μεταμυθιστόρημα». Στον πυρήνα ωστόσο της ταινίας βρίσκεται η δυσκολία επικοινωνίας του Sinan με τον πατέρα του, έναν χαρακτήρα που δραματουργικά φέρνει κάτι νέο στη φιλμογραφία του Ceylan. Πρόκειται για μια δύσκολη στην ανάγνωση της σχέση που στην διάρκεια της κινηματογραφικής αφήγησης γνωρίζει διάφορες διακυμάνσεις, από την κατά μέτωπο λεκτική επίθεση του γιου προς τον πατέρα ως την επιφύλαξη και τη συμφιλίωση, διαγράφοντας κατά κάποιο τρόπο και την πορεία ωρίμανσης του νεαρού. Σε αντίθεση με τον κατηφή και έντονα επικριτικό γιο ο εύθυμος και ρομαντικός πατέρας διακρίνεται από μια ελαφρότητα παιδική, σχεδόν αδικαιολόγητη, παραμένοντας ως το τέλος και παρά τις αδυναμίες του συμπαθής. Εξάλλου και οι δυο βγάζουν κάτι κωμικό με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Αδέξιος, μονοκόμματος και μονίμως δυσαρεστημένος ο γιος, με την αυθάδεια της επαναστατικής νιότης, ευέλικτος χιουμορίστας ο πατέρας με τις αξίες μιας άλλης εποχής και τη φιλοσοφημένη ματιά της ωριμότητας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο εξίσου δισυπόστατους χαρακτήρες που διαπνέονται από τον ίδιο δονκιχωτισμό, αφού παλεύουν για κάτι άπιαστο. Περίεργοι και απροσάρμοστοι, μοναχικοί «περίγελοι του χωριού», σαν τους καρπούς της αγριαχλαδιάς, γλυκόπικροι αλλά ξεχωριστοί. Και το χάσμα τους που φαίνεται αγεφύρωτο σταδιακά φαίνεται να μικραίνει.
Γύρω από αυτό το κεντρικό θέμα της σύγκρουσης και της πολιτισμικής συνέχειας και σε έναν τόπο που κουβαλά έντονα τις ιστορικές μνήμες ενός μακρινού παρελθόντος αλλά και τις βιωματικές του ίδιου του σκηνοθέτη, ο Ceylan έρχεται να συνθέσει μια πολυπρόσωπη αφήγηση, στην οποία εγκιβωτίζονται αριστοτεχνικά οι προσφιλέστερες θεματικές του. Η πολυπλοκότητα της μοναχικής ανθρώπινης φύσης, η επίκριση και η διάδοχή της ενοχή, οι οικογενειακοί δεσμοί και οι συμβάσεις της επαρχίας, η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας και οι παθογένειες της σύγχρονης Τουρκίας, η καλλιτεχνική ελευθερία αλλά και αυτή της ανθρώπινης βούλησης. Μια πνευματώδης και ρεαλιστική ανθολογία υπό τους ήχους της μελαγχολικής μουσικής του Bach.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]