της Nadine Labaki
(οι δηλώσεις της σκηνοθέτιδος)
Στον Λίβανο έχουμε μία εν εξελίξει προσφυγική κρίση, πέρα από τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, οπότε το να βλέπεις παιδιά στον δρόμο είναι ολοένα συχνότερο. Το καθημερινό αυτό θέαμα με ενοχλεί, με θυμώνει. Σκεφτόμουν: πώς φτάσαμε στο σημείο να επιτρέπουμε το έγκλημα αυτό; Γιατί είναι έγκλημα το γεγονός ότι τα παιδιά είναι σε διαρκή κίνδυνο. Έτσι ξεκίνησε η επιθυμία μου να καταλάβω τι συμβαίνει στο μυαλό των παιδιών που αγνοούμε σε καθημερινή βάση: δεν τα κοιτάμε καν, γιατί δεν θέλουμε να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα.
(...) Η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρότερη από αυτό που βλέπετε στην ταινία. Η ταινία βασίζεται σε όσα μάθαμε κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, που κράτησε τέσσερα χρόνια. Γιατί κανείς ηθοποιός μας δεν είναι επαγγελματίας - όλοι ζούσαν τέτοιες καταστάσεις στην πραγματικότητα. Στην ταινία λένε την ιστορία τους.
(...) [Ένα παιδί που μηνύει τους γονείς του] Αυτό είναι το μόνο κομμάτι μυθοπλασίας στην ταινία, προήλθε όμως από συζητήσεις μου με τα παιδιά αυτά. Δεν μιλάμε απλώς για δυστυχισμένα παιδιά. Μιλάμε για παιδιά πραγματικά στερημένα. Στο τέλος της κουβέντας μας, τα ρωτούσα αν είναι χαρούμενα που ζουν και τα περισσότερα μού απαντούσαν “Δεν χαίρομαι που είμαι εδώ… θα προτιμούσα να μην υπήρχα. Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ, αν δεν πρόκειται ποτέ να ακούσω μια καλή κουβέντα, να μην έχω κάτι να φάω όταν πεινάω”. Οπότε το κομμάτι αυτό της ιστορίας είναι η μετάφραση του θυμού τους.
(...) Ο Ζάιν είναι πρόσφυγας από τη Συρία. Ζούσε στον Λίβανο οκτώ χρόνια, σε μία από τις γειτονιές που βλέπετε στην ταινία σε πολύ δύσκολες συνθήκες - σε χειρότερες συνθήκες από αυτές που βλέπετε στην ταινία. Δεν είχε πάει ποτέ σχολείο: όταν αρχίσαμε τα γυρίσματα, ήταν 12 χρονών και δεν μπορούσε να γράψει ούτε το όνομά του. Ήξερα ότι η επιλογή του ήταν ρίσκο αλλά μόλις τον είδα, απλώς ήξερα ότι ήταν αυτός που έψαχνα. Ήξερα φυσικά ότι θα ήταν μεγάλη η πρόκληση, αλλά κάτι στα μάτια του, στην όλη συμπεριφορά του μού έδωσε να καταλάβω ότι ήταν αυτός που έπρεπε να διαλέξω: ένα αγόρι που είναι άγριο και όμως σοφό για την ηλικία του. Επίσης, έχει ζήσει όλα αυτά που δείχνουμε στην ταινία, δεν προσποιείται κάτι που δεν είναι ή δεν έχει ζήσει. Βέβαια, επειδή ήξερα ότι δουλεύω με κάποιον που είναι άμαθος σε αυτά, επέλεξα να προσαρμοστούμε εμείς σε αυτόν. Γι’ αυτό κάναμε γυρίσματα για έξι μήνες, γι’ αυτό έχουμε πάνω από 500 ώρες υλικού. Ήξερα ότι θα καταφέρναμε, αλλά έπρεπε να κάνουμε υπομονή.
(...) Αρχικά, Καπερναούμ (Capharnaüm / Capernaum) είναι το όνομα ενός καταραμένου βιβλικού χωριού - έπειτα έγινε μια λέξη που χρησιμοποιείται στα γαλλικά ως κάτι που σημαίνει χάος και θαύματα. Και η όλη περιπέτεια ήταν ακριβώς έτσι. Μες στο χάος, συνέβαιναν μικρά θαύματα.
(...) Η ταινία αυτή μου άλλαξε τη ζωή. Με άλλαξε ως άνθρωπο. Άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πάντα - αυτή η αίσθηση ενοχής που δεν σε αφήνει ποτέ. Δεν μπορείς να μείνεις ίδιος. Είναι σαν να μην έχεις δικαίωμα να είσαι ευτυχισμένος πια, σαν να μην έχεις δικαίωμα να έχεις μια φυσιολογική ζωή όταν έχεις βιώσει κάτι τέτοιο από τόσο κοντά. Σε αλλάζει για πάντα.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)