(Δεν υπάρχει Κακό)
του Mohammad Rasoulof
(κριτική: Μαρία Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_there-is-no-devil.jpg

Η συνέχιση της ποινής ενός κινηματογραφιστή. «There Is No Evil, Δεν υπάρχει Κακό», 2020, του Μοχάμαντ Ρασούλοφ (προβολή στην Ertflix). Δεν ήμουν στις Κάννες και δεν έχω δει την τελευταία ταινία του καταδιωκόμενου από το καθεστώς της χώρας του Ιρανού σκηνοθέτη. Ευχής έργον που κατάφερε να δραπετεύσει στη Δύση. Μένει να δούμε πώς θα συνεχίσει να κινηματογραφεί τη ζοφερή πραγματικότητα που άφησε πίσω του. Στην πλατφόρμα Ertflix, αυτή τη στιγμή τρέχει επίσης η ταινία του «Ένας ακέραιος άνθρωπος», 2018. Με τα λόγια του ίδιου του Ρασούλοφ: «Τα καταπιεστικά συστήματα, παντού στον κόσμο, μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ οι άνθρωποι μοιράζονται τις ίδιες εμπειρίες. Σήμερα, στο Ιράν, παλιότερα στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου… Στο Ιράν, η πολιτική δομή βασίζεται σε μια θρησκευτική και όχι κομμουνιστική βάση εξουσίας, η διαφορά όμως είναι μηδαμινή». Δυνατό το αποτέλεσμα των ταινιών του Ρασούλοφ, αναμφισβήτητα, κι εμείς μπορούμε να μιλήσουμε για έναν γενναίο πολιτικό/αγωνιστικό κινηματογράφο ο οποίος φτάνει, στιγμές στιγμές, σε τέτοιο σημείο κορύφωσης, ώστε το κινηματογραφικό νήμα μοιάζει να ξετυλίγεται και να φτάνει στον θεατή κατευθείαν μέσα από τα βάθη της αβύσσου. Ιδιαιτέρως εκεί όπου η αυστηρότητα και η λιτότητα της κινηματογραφικής αφήγησης συναντά την οδύνη της τραγικότητας του παγιδευμένου ατόμου που δεν είναι παρά ένα τυχαίο υποκείμενο συνεχούς πολιορκίας, ένα έρμαιο της μοίρας του, αυτό και μόνο. Εξού και το έξοχο πρώτο μέρος του τετράπτυχου που αποτελεί τον κορμό της ταινίας «Δεν υπάρχει Κακό». Ο θεατής παρακολουθεί τις καθημερινές κινήσεις ενός απλού Ιρανού πολίτη, συνηθισμένου ως προς τα φαινόμενα οικογενειάρχη, που διασχίζει με το αυτοκίνητό του τους δρόμους της Τεχεράνης  μεταφέροντας το μερίδιό του από την κρατική τροφοδοσία σε ρύζι, συναντά τα μέλη της οικογένειάς του, ψωνίζει από το σούπερ μάρκετ, διαπληκτίζεται σε ήπιους τόνους με τη γυναίκα του, φροντίζει την ανάπηρη ηλικιωμένη μητέρα του, ασχολείται με το νοικοκυριό του σπιτιού της, προσφέρει στην κορούλα του παγωτό και πίτσα, βλέπει τηλεόραση, πάει για ύπνο παίρνοντας τα υπνωτικά χάπια του…Και από δω ακριβώς, σε κλάσματα δευτερολέπτου ξεκινά το αδιανόητο και ανείπωτο, η εξέλιξη του διαρκείας ψυχικού βασανισμού του. Όταν θα ξυπνήσει μες στα μαύρα μεσάνυχτα, θα βγει από τον αθώο, τεχνητό, ύπνο του δικαίου για να παραδοθεί στην κόλαση της πραγματικότητας της ευθύνης του στυγνού φονιά. Ετοιμάζοντας, με βούληση αχυράνθρωπου πλέον, το σώμα και την ψυχή του για το αποτρόπαιο. Είναι ένας επιλεγμένος από το καθεστώς για να υπηρετεί ως εκτελεστής ανθρώπων. Με μετρημένες κινήσεις νεκροζώντανου ή προγραμματισμένου ρομπότ ή εντελώς άβουλου ατόμου που τρώει βουρδουλιές στη ράχη για να υπακούσει στην καθεστωτική παράνοια. Πρώτα θα φτιάξει καφέ κι αμέσως μετά, όταν τον προστάξουν μια σειρά από προγραμματισμένα φωτεινά σήματα, θα πατήσει το κουμπί για την εκτέλεση ανθρώπων καταδικασμένων από το καθεστώς σε θάνατο διά απαγχονισμού. Η εκτέλεση δεν είναι παρά αστραπή/ συνέχεια μιας φρικαλέας πραγματικότητας, ενώ τα κορμιά των καταδικασμένων σε θάνατο, άψυχα και ακέφαλα, αιωρούνται στο κενό, σαν ρούχα σε κρεμάστρα…Με μόνη διαφορά: όταν ο καταδικασμένος  παραδίδει το πνεύμα, η διαμαρτυρία, το μοναδικό εκφρασμένο παράπονό του, δεν είναι παρά η ροή των ούρων, προτού απλωθεί και το σκότος επί της οθόνης. Χρόνια ολόκληρα είχα να δω τόσο δυνατό τέλος σε ταινία. Τι να ευχηθώ; Κάτι σαν σχήμα οξύμωρο. Καλή συνέχεια στο μαρτύριο του τόσο άξιου αυτού κινηματογραφιστή.

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)