της Naomi Kawase
Σε μια γειτονιά στην πόλη Nara της Ιαπωνίας, ο αδερφός του Shun εξαφανίζεται μια μέρα αιφνιδίως. Δέκα χρόνια μετά ο Shun και η οικογένεια του προσπαθούν ακόμα να συμβιβαστούν με το γεγονός. Αλλά η πορεία προς την αποδοχή είναι δύσκολη.
Στην εναρκτήρια σκηνή τα δυο αδέρφια παίζουν τρέχοντας στη γειτονιά. Ο Kei τρέχει μπροστά και πίσω του έρχεται ο Shun. Ξεγλιστρούν σε στενά σοκάκια, χάνονται πίσω από πυκνή βλάστηση, γελούν και απολαμβάνουν την περιπλάνηση τους. Η κάμερα «τρέχει» πίσω τους σαν τρίτος ακόλουθος. Οι ήχοι έρχονται ετεροχρονισμένα και η εικόνα χρησιμοποιεί ένα μεθυστικό slow motion. Το ελεύθερο τρέξιμο τους μας θυμίζει δικές μας αναμνήσεις και ξεχνιόμαστε όταν ξαφνικά ο Kei δεν είναι πια μπροστά. Ένα παγερό συναίσθημα μοναξιάς μας πλημμυρίζει απότομα. Πρώτη φορά συνειδητοποιούμε πως ο ουρανός είναι μουντός και σκοτεινός κι ο αέρας φυσά ανατριχιαστικά. Ο μικρός Shun απορημένος προσπαθεί να καταλάβει. Αυτή η απορία θα μείνει ζωγραφισμένη πάνω του. Η σκηνή αυτή μοιάζει με όνειρο. Σαν το όνειρο που βλέπει κάθε νύχτα ο Shun.
Ξαναμπαίνοντας στη ζωή αυτής της οικογένειας μετά από 10 χρόνια παρακολουθούμε τη ζωή αυτών που ζουν με την απώλεια. Σιωπηλές φιγούρες με σκοτεινό βλέμμα και κρυμμένους αναστεναγμούς. Ο Shun ζωγραφίζει, η μητέρα του, έγκυος, φροντίζει τον κήπο, ο πατέρας του οργανώνει το καλοκαιρινό φεστιβάλ omatsuri. Όλοι πασχίζουν να διοχετεύσουν κάπου τον πόνο τους, να πολεμήσουν την μνήμη. Ο Shun είναι ερωτευμένος με την γειτόνισσα του Υu, χωρίς όμως να μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του. Η Yu, το ίδιο ερωτευμένη, είναι αυτή που θα πάρει τις πρωτοβουλίες αντί γι’ αυτόν προσπαθώντας να τον βγάλει από την θλίψη του. Η μητέρα της ντυμένη με το παραδοσιακό κιμονό, τις μικρές τελετές της, τους μύθους που αφηγείται συμβάλλει μαζί με τα παλιάς αρχιτεκτονικής σπίτια σε μια διαφορετική εικόνα της Nara χωρίς τον τεχνολογικό πυρετό που συνοδεύει την απεικόνιση της Ιαπωνίας.
Και ξαφνικά φτάνει το φεστιβάλ, η χαρούμενη υπαίθρια γιορτή που τόσο περιμένανε. Η σκηνή αυτή ξεχειλίζει έκσταση και δυναμισμό. Τα ζεστά χρώματα, ο ενθουσιώδης κόσμος, οι ρυθμικές φωνές, ο χορός, ο ζεστός ιδρώτας ξυπνούν τα συναισθήματα κι ελευθερώνουν από τα άγχη. Τα κορμιά δε σταματούν με την ξαφνική βροχή αντίθετα ζωντανεύουν τον αυθορμητισμό τους. Κι εκεί θα ‘ρθει το πρώτο χαμόγελο. Το πρώτο ίσως του Shun. Σημάδι πως μπορεί να αρχίσει κάτι καινούργιο στη ζωή τους. Κι αυτό δεν αργεί να φανεί . Η νέα ζωή. Ένα παιδί. Η γέννηση του θα διώξει την σκιά του παρελθόντος. Το δάκρυ του Shun είναι σα να ψιθυρίζει στον νεοφερμένο « Ήρθες να μου κρατήσεις συντροφιά, επιτέλους.». Τους αφήνουμε χαμογελαστούς γύρω από το νεογέννητο ,την ελπίδα τους.
Η σκηνοθεσία απλή και ουσιαστική αγκαλιάζει τα θλιμμένα πρόσωπα αποκαλύπτοντας την αλήθεια που προσπαθούν να κρύψουν. Η κάμερα δεν επεμβαίνει, απλά καταγράφει. Δεν ενδιαφέρεται για άξονες και σωστές ή λάθος γωνίες λήψης. Το κάδρο δεν ορίζεται. Ελεύθερα ψηλαφεί και βρίσκει τη συμμετρία. Την εικόνα που χρειαζόμαστε. Χωρίς να στήνει τίποτα. Λεπτομέρειες, αυθόρμητες κινήσεις, διστακτικά βλέμματα καταγράφονται φυσικά και αβίαστα. Λιτά μονοπλάνα που μας εξοικειώνουν με τους πολύχρωμους δρόμους της Nara, νωχελικά πλάνα της φύσης που είναι παντού, συνοδεύουν τους ήρωες. Είναι δυνατή η αίσθηση πως η ματιά της κάμερας είναι η ματιά του μικρού Kei που ποτέ δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε. Σιωπηλός μάρτυρας. Είναι σαν είχε μείνει μαζί τους τόσο καιρό για να τους δει επιτέλους να αρχίζουν πάλι και να τους αποχαιρετίσει πια με ένα εκπληκτικό εναέριο πλάνο που ξεκινά από την μικρή αυλή που έπαιζαν τα δυο αδέρφια για να πετάξει μετά πάνω από την πόλη και να την αφήσει.
Πολύ μελετημένη δουλειά έχει γίνει στο ήχο. Ο αέρας, το καμπανάκι που χτυπά ρυθμικά, το χαλίκι κάτω από τα πόδια τους, το απαλό βουητό της πόλης, όλα λειτουργούν στην δημιουργία μιας ατμόσφαιρας όπου τα πάντα έχουν κάτι να πουν. Ο ήχος από το πινέλο στον καμβά, η ξύλινη παντόφλα που σέρνεται στον δρόμο, το πεντάλ του ποδηλάτου, το κλάδεμα των φυτών, το φιστίκι που ανοίγει, το νερό που χύνεται στο πάτωμα, το τρίψιμο των χεριών, όλοι αυτοί οι ήχοι μιλούν αντί για τους ήρωες. Τους ντύνουν και αντιστέκονται στη σιωπή τους.
Πολύ δυνατό στοιχείο της ταινίας είναι οι ερμηνείες. Ο μικρός Kohei Fukungaga λιγομίλητος και μυστήριος αφήνει το εκφραστικό του πρόσωπο να αφηγηθεί τα συναισθήματα του δένοντας μας με τον Shun. Ο Katsuhisa Namase, που κάνει τον πατέρα, με την βαθιά φωνή και τα μεγάλα υγρά του μάτια συνοψίζει την εικόνα ενός πατέρα που προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες. Η ίδια η Naomi Kawase στο ρόλο της Reiko (μητέρα) είναι η σιωπηλή δύναμη της οικογένειας και στην τελευταία δικής της σκηνή με τη γέννηση του μωρού χαρίζει την ελπίδα. Η μικρή Yuka Hyyoudo αινιγματική και αποφασιστική με την ενεργητική εμφάνιση της στη σκηνή του χορού στο φεστιβάλ μεταδίδει την ζωντάνια και τον ενθουσιασμό που χρειάζονταν όλοι οι ήρωες αλλά και εμείς. Η Kanako Higuchi, μητέρα της Yu, με το νοσταλγικό της βλέμμα και την διακριτική της παρουσία συμπληρώνει την δυνατή πεντάδα.
Η ταινία καταφέρνει να μας αποσπάσει από το δικό μας παρόν και να μας κάνει μέλος αυτής της μικρής Ιαπωνικής οικογένειας. Νιώθουμε ότι πλησιάζουμε αληθινά αυτούς τους ανθρώπους και την τραγωδία τους. Χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμούς προσεγγίζει το θέμα της με ύφος απλό και άμεσο. Μυσταγωγική και με έντονη την αίσθηση της πραγματικότητας μας προσφέρει ένα ταξίδι για την κατάκτηση της αντοχής στη μνήμη.
Ευδοξία Κυροπούλου
Naomi Kawase- Shara sojyu
(DVD περιοχής 2, με γαλλικούς υπότιτλους)
(και στο eMule με αγγλικούς υπότιτλους)