του Αχιλλέα Ντελλή
kostis-skalioras.jpg

Με το θάνατο του Κωστή Σκαλιόρα η ιστορία της ελληνικής κριτικής κινηματογράφου διανύει το τέλος του δεύτερου ιστορικού κύκλου της. Ο πρώτος είναι ο μεσοπολεμικός όπως αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Ίριδος Σκαραβαίου (1900-1992) [1]. Ο δεύτερος ανοίγει συμβατικά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την εμβληματική προσωπικότητα του Μάριου Πλωρίτη (1919-2006) [2]. Με τον Πλωρίτη εγκαινιάζεται μια εκτεταμένη τάση στην ιστορία της ελληνικής κριτικής κινηματογράφου η οποία αποκαλείται εκλεκτικισμός: αστοί πεπαιδευμένοι κριτικοί που συγκρίνουν την νέα τέχνη με τις προγενέστερες. Kατά τον αμερικανό φιλμολόγο Louis Giannetti, ο εκλεκτικισμός ως κατηγορία της κριτικής και της υψηλής αισθητικής, εξασκείται από αστούς, μορφωμένους και μυημένους σε άλλες τέχνες. Συνήθως αυτό το πρόσωπο κρίνει με βάση έναν κανόνα ή τοποθετεί τα έργα τέχνης μέσα σε μια ακολουθία αριστουργημάτων. Η γνώμη του μάλιστα δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τους υπόλοιπους κριτικούς, γιατί αρνείται να υποτάξει τα κριτήρια του σε ευρύτερα θεωρητικά πλαίσια [3].
Την τάση εκλεκτικισμού εκτός από τον Πλωρίτη αντιπροσωπεύει ο Γ.Ν. Μακρής (1901-1983), και ο Κωστής Σκαλιόρας (1927-2013). Παρακλάδι του εκλεκτικισμού είναι η αστική σινεφιλία από την οποία δύο πρόσωπα ξεχωρίζουν: πρωτίστως ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος (1934) και δευτερευόντως ο Παύλος Ζάννας (1929-1989). Ένα άλλο παρακλάδι το κατά το μάλλο ή ήττον το έμφυλα γυναικείο (όχι φεμινιστικό) και δεξιόστροφο (μια και γράφουν σε εφημερίδες της δεξιάς) εκπροσωπείται από την Ελένη Βλάχου, τη Ροζίτα Σώκου και την Αγλαΐα Μητροπούλου, καθώς και από την Ειρήνη Καλκάνη. Κοινός παρανομαστής του εκλεκτικισμού είναι η μετακένωση των ιδεών, των αισθητικών κριτήριων και αξιολογήσεων από τις άλλες τέχνες και μάλιστα από το θέατρο, όσον αφορά τις σκηνικές ομοιότητες και τη λογοτεχνία, όσον αφορά την αφήγηση.
Ο Κωστής Σκαλιόρας εισέρχεται σε ένα τέτοιο πνευματικό κλίμα που δεν χαρακτηρίζει μόνον την μεταπρατική σκέψη της εγχώριας διανόησης αλλά κυρίως του κέντρου. Και κέντρο την μεταπολεμική εποχή είναι το Παρίσι. Οι σπουδές του (Ψυχολογία 1948-1954) στο Παρίσι είναι δηλωτικές για την πρωτοκαθεδρία της συγκεκριμένης επιστήμης ως κορωνίδας ανθρωπολογικής ερμηνείας. Μια τέτοια, λίγο-πολύ ερμηνεία της κινηματογραφικής ταινίας Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι υπάρχει σε αυτήν την κριτική του.
Λίγο πριν την άφιξη του Σκαλιόρα στο Παρίσι, είχε προηγηθεί το 1945 η αιμορραγία του ελληνικού πνεύματος με τη αναγκαστική φυγή φερέλπιδων νέων, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Αξελός και Νίκος Σβορώνος στις ασφυκτικές πνευματοκτόνες συνθήκες των ερειπίων της εμφύλιας ισοπέδωσης. Με τον τελευταίο μαρτυρείται [4] ένας πνευματικός δεσμός. Η αίγλη της πόλης και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι τόσο δυνατή που ο ίδιος σκέφτεται να γυρίσει πίσω στο Παρίσι. Βρίσκει όμως συνομιλητές στην Αθήνα, όπως ο Γ.Π. Σαββίδης με τον οποίο εκτός από την ίδια περίπου ηλικία (ο δεύτερος ήταν δύο χρόνια νεώτερός του, 1929-1995) συνδέεται και με φιλία.
Εισέρχεται στην κριτική κινηματογράφου το 1958 από τις σελίδες του Βήματος. Πίσω από την ανωνυμία της ρουμπρίκας Το κουαρτέτο βρίσκονται οι Λένα Σαββίδη, Κωστής Σκαλιόρας (1927), Γ.Π. Σαββίδης (1929-1995) και Λέων Καραπαναγιώτης (1931-2006) [5]. Τα ονόματα είναι δηλωτικά όχι μόνον για τις προσωπικότητες που αργότερα θα διαπρέψουν σε διάφορες τομείς της πνευματικής ζωής της χώρας, αλλά κυρίως της επίδρασης που ασκούσε η νέα τέχνη στα πιο πεπαιδευμένα μέλη της αστικής τάξης. Από το 1959 και εξής γράφει αποκλειστικά κριτικές για τον ξένο κινηματογράφο για 15 χρόνια, δημιουργώντας μια γνώριμη για την ιστορία της ελληνικής κριτικής κινηματογράφου διχοστασία ανάμεσα στην ημεδαπή και την αλλοδαπή κινηματογραφία, εφόσον δύο διαφορετικές πένες μιας εφημερίδας θεραπεύουν την εβδομαδιαία στήλη της κριτικής [6].
Η έγνοια του Σκαλιόρα για την κριτική του κινηματογράφου θα συνεχιστεί όλο αυτό το χρονικό διάστημα μέσα από τις Εποχές, ένα μηνιαίο περιοδικό που εκδίδεται για τέσσερα χρόνια (από το Μάιο του 1963 ως τον Απρίλιο του 1967). Διευθυντής σύνταξης είναι ο Άγγελος Τερζάκης, με τον Κ.Σκαλιόρα στη σύνταξη και με συμβούλους ανάμεσα σε άλλους τους Γ.Σεφέρη, Κ.Θ..Δημαρά και Γ.Θεοτοκά [7]. Δεν είναι καθόλου υποθετικό να φανταστεί κανείς ότι ο Σκαλιόρας μεσολαβεί για να δημοσιεύει κείμενα για τον κινηματογράφο στο περιοδικό ο Μπακογιαννόπουλος. Λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας ο Σκαλιόρας εμφανίζεται και στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Το περιοδικό θεωρείται πρόδρομος του Σύγχρονου Κινηματογράφου και αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στη εξελικτική διαδικασία αρνητικής θεώρησης του εμπορικού-λαϊκού κινηματογράφου και σταδιακής ταύτισης του εμπορικού με το κατεστημένο που σε αυτή την φάση μπορεί να είναι οι παραγωγοί, η Ακαδημία Αθηνών,ή η κυβέρνηση. Αν και βραχύβιο, εξέδωσε μόλις 4 τεύχη μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών από τον Οκτώβρη και του Μάρτη του 1967 [8] και συγκέντρωσε μια ομάδα πρωτίστως κριτικών (Παύλος Ζάννας, Διαμαντής Λεβεντάκος, Νίνος-Φένεκ Μικελίδης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Βασίλης Ραφαηλίδης και Κωστής Σκαλιόρας).
Αργότερα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όταν οι συνθήκες της χώρας εξέτρεψαν πολωτικές καταστάσεις και διχαστικές προσεγγίσεις του τι μπορεί να είναι πολιτικά ορθό, ο Σκαλιόρας θεωρείται από τη νέα γενιά του Σύγχρονου Κινηματογράφου ως εμπειρικός την περίοδο που το αίτημα για επιστημονικοποίηση του κινηματογράφου φετιχοποιείται. Μεταπολιτευτικά παύει να γράφει κριτικές και η στήλη της κριτικής στο Βήμα την οποία διαμοιράζεται με τον Κώστα Πάρλα (1936-2006) φιλοξενεί κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη, ο οποίος μεταπηδά από τον κομμουνιστικό Ριζοσπάστη. Φαίνεται αυτή η σιωπή έκτοτε του Σκαλιόρα ως ένα είδος υπομνήματος για τη θέση, την πορεία, τα μεθοδολογικά εργαλεία και τη χρησιμότητα της κριτικής.
Τρεις είναι οι μείζονες αφετηρίες της σκέψης του Σκαλιόρα. Από τη μια υπάρχει η εξονυχιστική διερεύνηση της ψυχολογικής ερμηνείας των ηρώων που συνδέεται κυρίως με τις σπουδές του.
Το δεύτερο είναι η επίδραση του νεορεαλισμού, κυρίως της στροφής που κάνει ο νεορεαλισμός προς πιο υπαινικτικές γραφές.
Συνακόλουθη με το τελευταίο είναι η επίδραση από το free cinema όσον αφορά τα όρια της γνησιότητας και της αυθεντικότητας της νέας τέχνης.
Κυρίως όμως η μέγιστη συνεισφορά του Σκαλιόρα είναι ότι ο κριτικός είναι ένας αναγνώστης ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Από εκεί εκκινεί η κριτική σκέψη του, όταν προστρέχει στη θέαση των ταινιών. Ο λόγος του είναι πράος, νηφάλιος στο ίδιο μήκος με τον Bazin που θαυμάζει. Με αυτή τη θέση όμως κατά ένα ειρωνικό τρόπο αρνείται την πρωτοκαθεδρία της κριτικής, την περίοδο ακριβώς που ο εξουσιαστικός και καθοδηγητικός χαρακτήρας της ήταν ο κύριος ρόλος της. Από αυτήν την άποψη η ανάγνωση των κριτικών του αποκτούν μια επιπλέον βαρύτητα, μια και η απίσχανση του ρόλου της κριτικής παρατηρείται στις αρχές του 21ου αιώνα με το ορυμαγδό των διαδικτυακών παρουσιάσεων, προσεγγίσεων και λιγότερο κριτικών μελετών. Υπάρχει όμως και μία άλλη καίρια επικουρία της σκέψης του. Από τις κριτικές του αναδύεται η διεισδυτικότητα των αναλύσεων του μαζί με το επιμελημένο ύφος, η οξύνοια της παρατήρησής του μαζί με την εμβρίθειά του όχι μόνον για την Τέχνη αλλά για τον ίδιο το βίο του μεταπολεμικού ανθρώπου. Αυτά καθιστούν τις κριτικές του για σημαντικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου επίκαιρες και παρηγορητικές από την άποψη ότι υπάρχουν στα Ελληνικά τέτοια κείμενα που δεν έχουν βρει εκδότη ακόμη.

[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φρέαρ, 4, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013, σελ. 506-509.]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Η Ελίζα-Άννα Δελβερούδη περιγράφει πλευρές του βίου της και της κριτικής σκέψης της στο «Όταν η Ίρις Σκαραβαίου συνάντησε την Iris Barry, την Colette και την Germain Dulac», Θέατρο και κινηματογράφος: θεωρία και κριτική, Εταιρεία Σπουδών Νοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρ. Σχολή Μωραΐτη, 2012, σελ. 341-370.
2 Του γράφοντος, «Ο Μάριος Πλωρίτης ως κριτικός κινηματογράφου: χαρακτηριστικά στοιχεία της κριτικής σκέψης του (1945-1954)», Κ- περιοδικό κριτικής λογοτεχνίας και τεχνών, 21, Δεκέμβριος 2010, σελ. 53-69.
3 Louis Giannetti, Understanding Movies, New Jersey: Pearson Hall, 200410, σελ. 495.
4 Σε συνέντευξη στον γράφοντα το 2009 για τις ανάγκες εκπόνησης του διδακτορικού «Η διαμόρφωση και η εξέλιξη της κινηματογραφικής θεωρίας και κριτικής στην Ελλάδα 1950-1981» Πανεπιστήμιο Αιγαίου, διαθέσιμη ηλεκτρονικά από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (www.ekt.gr). Πολλές από τις υπόλοιπες βιογραφικές λεπτομέρειες ανάγονται σε αυτή τη συνέντευξη. Ευχαριστώ για τη μεσολάβηση προς τον Κωστή Σκαλιόρα τον Αλέξη Γρίβα. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω ξανά και από εδώ τον ίδιο τον Κωστή Σκαλιόρα για την παραχώρηση του αρχείου του για ένα ικανό χρονικό διάστημα. Ο ίδιος ο Σκαλιόρας είχε αρχειοθετήσει τις ταινίες του με βάση τις χώρες προέλευσης. Φαίνεται επίσης ότι από τις εκδοτικές παρεμβάσεις που έκανε, όπως φαίνονται και στις εικόνες, να απέβλεπε σε μια μελλοντική έκδοση των κριτικών του.
5 Ο Σκαλιόρας ανέφερε στον γράφοντα το όνομα του Πέτρου Λινάρδου αντί του Λέοντος Καραπαναγιώτου. Οι πληροφορίες για τα ονόματα της ρουμπρίκας στο Ηλίας Γιαννακάκης (σκην.), Παρασκήνιο: Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ΕΤ1: 20/11/2007.
6 Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τις σελίδες της Καθημερινής (Κατσουνάκη για ελληνικό κινηματογράφο, Μπούρας για ξένο, Μπακογιαννόπουλος παλιότερα). Παλιότερα το είχε ακολουθήσει και η Ροζίτα Σώκου, όταν επέστρεψε από την Ιταλία.
7 http://www.lpa.gr/papergr13.html, ιστοσελίδα του αρχείου περιοδικών και εφημερίδων συγκροτήματος Λαμπράκη, πρόσβαση 03/08/2007. Βλ. επίσης την εξιστόρηση της Κουμαριανού στο Κλεάνθης Δανόπουλος (σκην.), Παρασκήνιο: Αικατερίνη Κουμαριανού, διαδρομές, ΕΤ1:14/04/2008.
8 Το τεύχος 3-4 ήταν διπλό. Υπήρχε και ένα έκτο τεύχος «επιτέλους σωστά τυπωμένο απ’ το Θεμέλιο που είχε αναλάβει την έκδοσή του…[όμως] μπλοκαρίστηκε στο βιβλιοδετείο από τη χούντα και πολτοποιήθηκε μαζί με τα όνειρά μας». Βασίλης Ραφαηλίδης στο Γιάννης Σολδάτος (επιμ.), Βασίλης Ραφαηλίδης, Αθήνα: Αιγόκερως, 2000, σελ. 14. Ο Γρίβας σε συνέντευξη στον γράφοντα ανέφερε ότι δεν θυμάται κάτι τέτοιο.