(σχόλια για το Διεθνές Διαγωνιστικό)
Εκδοχές μιας ζωής που βρίσκεται σε καθεστώς μετάβασης, όψεις μιας καθημερινότητας που διαρκώς τελεί εν αναμονή αλλαγών, εικόνες μίας πραγματικότητας σε κατάσταση αναταραχής, οι ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 40ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν προσανατολισμένες προς τον κόσμο της νεότητας. Αντιμέτωπος μ' αυτές τις διαφορετικές εκδοχές, από διαφορετικά σημεία του πλανήτη, ο θεατής μπαίνει συχνά στον ρόλο ενός χαρτογράφου: οφείλει να σχεδιάσει με όπλο τις εικόνες τις οδούς μίας περιπλάνησης στον κόσμο. Σημεία στάσης σ' αυτήν την περιπλάνηση; η οικογένεια και οι πολλές και διαφορετικές εκδοχές της εφηβείας. Το αίτημα; ο προσδιορισμός της ταυτότητας, η συναισθηματική κατανόηση, η ωριμότητα, η αναζήτηση προσωπικής ισορροπίας. Σ' αυτές τις ταινίες τα πρόσωπα διαβιούν σ' ένα περιβάλλον απειλητικό, όπου το ανθρώπινο πρόσωπο συνθλίβεται, όπου η έκφραση των αληθινών συναισθημάτων είναι μία διαδικασία επώδυνη. Σ' αυτό το περιβάλλον η αναζήτηση ταυτότητας γίνεται ένα ταξίδι, μια αληθινή περιπέτεια της ψυχής. Και στο ταξίδι αυτό, ο θεατής είναι συνοδοιπόρος, αλλά, και όχι λίγες φορές, συμμέτοχος στα δράματα της καρδιάς.
Στην ταινία Η επιστροφή του Ηλιθίου/ Navrad Idiota (Sasa Gedeon, Τσεχία), το ταξίδι του ήρωα είναι ένα ταξίδι επιστροφής στον κόσμο. Έγκλειστος και προστατευμένος τα χρόνια της εφηβείας σε ψυχιατρείο, ο ήρωας επιστρέφει στο χάος των διαπροσωπικών σχέσεων. Περισσότερο καταλύτης παρά αληθινά δραματικό πρόσωπο, ο κεντρικός χαρακτήρας στην αρχή έρχεται αντιμέτωπος με τον λαβύρινθο των ανθρώπινων σχέσεων. Αμφιθυμία, ασάφεια και διφορούμενο χαρακτηρίζουν το νέο του περιβάλλον: νεαρά πρόσωπα που αναζητούν ερωτικό σύντροφο, πρόσωπα που αρνούνται να δουν κατάματα την πραγματικότητα της προσωπικής τους ζωής. Σαρκασμός και ένας ειρωνικό τόνος χαρακτηρίζουν την οπτική του σκηνοθέτη, καθώς παρακολουθεί τον ήρωα να περιπλανιέται μέσα στον λαβύρινθο των διαπροσωπικών σχέσεων αναζητώντας μια έξοδο, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα κοντινά του πρόσωπα. Δείγμα ενός κινηματογράφου που αναμειγνύει το κωμικό και το τραγικό, που κοιτάζει τα πρόσωπα με μια απόμακρη ειρωνική διάθεση, η ταινία μετατοπίζει σταδιακά το κέντρο βάρους της: από ταινία πάνω σ' ένα χαρακτήρα μετατρέπεται σε ταινία σχέσεων -για να επιστρέψει στο τέλος πάλι από εκεί που ξεκίνησε, στον κεντρικό της ήρωα.
Το κεντρικό πρόσωπο στην ταινία Κλειστές Πόρτες /Al Abwab Al Moghlaka (Atef Hetata, Αίγυπτος) είναι ένα αληθινά δραματικό πρόσωπο: ζώντας στην εφηβεία προσπαθεί να προσδιορίσει την ταυτότητα του. Η σχέση με την μητέρα, η απουσία του πατέρα, η σεξουαλική αφύπνιση, η αναζήτηση μίας θρησκευτικής ταυτότητας, η ανάγκη για ρήξη και προσωπική επανάσταση και ένα ταραχώδες κοινωνικό πεδίο (η άνοδος τους ισλαμικού φονταμενταλισμού) ορίζουν το πλαίσιο για τον νεαρό ήρωα. Από την μια πλευρά οι αξίες μίας κοινωνίας βαθύτατα παραδοσιακής και συντηρητικής και από την άλλη η δυναμική μίας έντονης συναισθηματικής σχέσης, με την μητέρα: ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μετέωρος και αναποφάσιστος. Αν και η προσχώρηση σε μια ακραία ισλαμική οργάνωση μοιάζει να δίνει μια απάντηση στο ζήτημα της ταυτότητας, δεν λύνει όμως τις εσωτερικές αντιφάσεις που ο ήρωας αντιμετωπίζει, ούτε του προσφέρει το συναισθηματικό βάθος που η σχέση με την μητέρα του τού δίνει. Στο τέλος, η τραγική λύση του δράματος μοιάζει να είναι μια άναρθρη κραυγή αγωνίας μπροστά στο φάσμα της ενηλικίωσης.
Για τους νεαρούς ήρωες της ταινίας Human Traffic (Justin Kerrigan, Μ. Βρετανία), το δράμα (ή μάλλον η κωμωδία) βρίσκεται στην διαδικασία αναζήτησης ερωτικού συντρόφου και στην απειλή που επικρέμαται πάνω από τον κεντρικό χαρακτήρα: την σεξουαλική ανικανότητα. Περιγράφοντας ένα τρόπο ζωής που στο κέντρο του έχει την νυχτερινή διασκέδαση, η σκηνοθεσία αντιμετωπίζει τον κεντρικό χαρακτήρα (και την παρέα του) με μια έντονη ειρωνική διάθεση. Οι γρήγοροι αφηγηματικοί ρυθμοί, η πολυχρωμία, η έντονη ρυθμική βάση πάνω στην οποία στηρίζονται οι εικόνες, μπορεί να ανακαλούν στο βλέμμα του θεατή την αισθητική του MTV και του video-clip: εδώ όμως η οπτική είναι λίγο διαφορετική. Οι κωμικοί τόνοι και η αυτοσαρκαστική των προσώπων διάθεση δίνουν στην ταινία ένα εύθυμο τόνο, μια αίσθηση νεανικής γιορτής και κάνουν την προβολής της ταινίας να μοιάζει ως ένα εφηβικό πάρτι. Αυτό φέρνει την ταινία, απροσδόκητα κοντά σ' ένα είδος έχει πλέον εξαφανιστεί από τον χώρο του σύγχρονου κινηματογράφου: η ταινία ανακαλεί από μνήμη του θεατή, την αίσθηση γιορτής που οι εικόνες των μιούζικαλ, κάποτε, μετέδιδαν.
Για την νεαρή ηρωίδα της ταινίας Το Τάμα/ Santitos (Alejandro Springall, Μεξικό) η περιπέτεια βρίσκεται στην αναζήτηση μιας προσωπικής ισορροπίας, στην συμφιλίωση με την απώλεια της κόρης της. Η παραισθητική οπτική της και η αδυναμία συνδιαλλαγής με πραγματικότητα χαρακτηρίζουν το ταξίδι που ξεκινά η ηρωίδα από μια μικρή πόλη του Μεξικού προς την αμερικάνικη μεγαλούπολη. Μια μαγική και πολλές φορές υπερβατική εκδοχή του πραγματικού, μια υποβόσκουσα σεξουαλικότητα που αναζητά έκφραση, μια έντονη θρησκευτικότητα στην οποία είναι βυθισμένη η ηρωίδα, δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Η αθωότητα με την οποία κοιτάζει τον κόσμο, η πίστη της για μια κρυφή μαγική διάσταση του κόσμου, είναι η σανίδα της σωτηρίας, είναι η έξοδος της από τον λαβύρινθο. Έτσι ο προσδιορισμός της νέας ταυτότητας και η συμφιλίωση με την απώλεια θα γίνει σύμφωνα με τους όρους και τους κανόνες που η ίδια θέτει στον εαυτό της, σύμφωνα με την ερμηνεία που η ίδια δίνει στον πραγματικό κόσμο. Είναι γι' αυτό που η κάθοδος της ηρωίδας στην κόλαση, η διαδρομή που διανύει μέσα από τις επικράτειες του κακού, αντιμετωπίζεται, τόσο από την σκηνοθεσία όσο και από τον θεατή, όχι μέσα από μια ηθική οπτική, αλλά ως το προσωπικό παραμύθι της ηρωίδας: είναι η παραμυθία της.
Έναν κόσμο όπου η νεότητα (και όχι μόνο) βρίσκεται υπό καθεστώς πολιορκίας, εκθέτει η ταινία Γκαράζ Ολίμπο/ Garage Olimbo (Marco Bechis, Αργεντινή). Ο ιστορικός χρόνος στον οποίο η αφήγηση διαδραματίζεται είναι καθοριστικός: τα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή. Για την νεαρή ηρωίδα η ζωή βρίσκεται εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους μιας "ανεπίσημης" φυλακής και η προσδοκία της για το μέλλον περιορίζεται απλώς στην επιβίωση. Αναπτύσσοντας μέσα σ' αυτό το περιβάλλον την δραματική πλοκή, η σκηνοθεσία εμμένει στην παράδοξη "ερωτική σχέση" της ηρωίδας με τον βασανιστή της: μια σχέση εξουσίας όπου οι ρόλοι φαίνονται ότι παραμένουν αμετάβλητοι. Εδώ η έκφραση ενός ερωτισμού έχει περισσότερη συνάφεια με την επιβίωση παρά με την ερωτική επιθυμία. Κλιμακώνοντας την αφήγηση, η σκηνοθεσία τονίζει εμφατικά το κλίμα εγκλεισμού μέσα στο οποίο η σχέση ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα αναπτύσσεται: Η απόδραση για την ηρωίδα (αλλά και τον βασανιστή της) δεν υπάρχει ούτε ενδεχόμενο και η ερωτική επαφή δεν είναι παρά ο τελευταίος σταθμός πριν τον θάνατο. Είναι αυτή εμμονή του σκηνοθέτη στην σχέση των δύο προσώπων που απομακρύνει την ταινία από τον ιστορικό της χρόνο: η ταινία καθίσταται έτσι μια σπουδή πάνω σε δύο χαρακτήρες και στην μεταξύ τους σχέση.
Οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στον ομώνυμο του τίτλου πρωταγωνιστή και την παρέα του είναι το κεντρικό στοιχείο στην ταινία Τζόνι/ Johnny (Carl Bessai, Καναδάς). Γυρισμένη σύμφωνα με τις αρχές του Δόγματος 95, η σκηνοθεσία χρησιμοποιεί το φόντο της αφήγησης -η ζωή στο περιθώριο- ως πρόφαση: στο κέντρο βρίσκεται η εξουσιαστική προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα, η σαγηνευτική επιβολή του στους άλλους. Αυτός όμως είναι λιγότερο ένας αληθινός εξουσιαστής και περισσότερο ένα πρόσωπο -καταλύτης: φέρνει στην επιφάνεια τον πραγματικό εαυτό του κάθε προσώπου με το οποίο έρχεται σε συνάφεια. Συνομιλία με τον σκοτεινό εαυτό, ανάδειξη των κρυφών πόθων: σ' αυτήν την βάση αναπτύσσονται όλες οι σχέσεις του. Έτσι η ζωή στον δρόμο, η άγρια πλευρά της καθημερινότητας που βιώνουν τα μέλη αυτής της ομάδας έχει όλο και λιγότερη σημασία καθώς η αφήγηση αναπτύσσεται: είναι η προσωπική αποκάλυψη που βιώνει κάθε πρόσωπο, η συνειδητοποίηση κάποιων αθέατων πλευρών της προσωπικότητας του. Σ' αυτήν την περιπέτεια προσωπικής αναζήτησης, που μπαίνει κάθε ένα πρόσωπο της ομάδας, ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας οδηγός -προπομπός.
Η ανακάλυψη του αληθινού εαυτού της, η αποκάλυψη της σεξουαλικότητας της, το επώδυνο πέρασμα από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή: αυτοί είναι οι στόχοι για την νεαρή ηρωίδα στην ταινία Διασταύρωση/ Torowisko (Urszula Urbaniak, Πολωνία). Ζώντας μια ζωή ως θεατής και παρατηρητής, η ηρωίδα αποφασίζει να ανακαλύψει την αληθινή ζωή και τον έρωτα. Όμως το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο ζει και η σχέση της με την καλύτερη της φίλη λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά γι' αυτό το εγχείρημα. Η ηρωίδα προσπαθώντας να προσδιορίσει την ταυτότητά της, βιώνει ένα αθέμιτο (;) ανταγωνισμό από την φίλη της και έρχεται σε επαφή με κάποιες δυσάρεστες όψεις της ζωής. Εμμένοντας η σκηνοθεσία στο κεντρικό γυναικείο πρόσωπο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις, δεν παραβλέπει την κοινότητα: το σκηνοθετικό βλέμμα περιγράφει μ' ένα τόνο αισιοδοξίας και με μια αγαπητική διάθεση τα πρόσωπα των κατοίκων. Είναι ακριβώς αυτή αντιμετώπιση που απαλύνει τις σκοτεινές εκδοχές του θέματος, είναι αυτή η οπτική που αντανακλάται στο πρόσωπο και στην ψυχολογία της κεντρικής ηρωίδας, είναι αυτά που φωτίζουν τις εικόνες της ταινίας.
Η συνδιαλλαγή με την τραυματική παιδική ηλικία, η αναμέτρηση με τα φαντάσματα που κρύβει η οικογενειακή ζωή, είναι το κεντρικό μοτίβο στην ταινία The Dream Catcher/ Ονειροκυνηγός (Ed Radtke, ΗΠΑ). Μέσα από την φόρμα μίας ταινίας δρόμου και έχοντας ως κεντρικούς χαρακτήρες δύο πρόσωπα που ζουν στο περιθώριο, η σκηνοθεσία επαναφέρει στην επιφάνεια -από μια άλλη οπτική γωνία- θέματα που βρίσκονται στο κέντρο του κλασικού αμερικάνικου κινηματογράφου: Η απουσία του πατέρα, η ενηλικίωση, το ταξίδι προς την δύση, η οικογένεια. Ωστόσο η αφήγηση -και παρόλο το δίπολο των πρωταγωνιστών της- επικεντρώνεται ουσιαστικά πάνω σ' ένα χαρακτήρα: ένα πρόσωπο που βρίσκεται σε κατάσταση μετάβασης από την ανέμελη και χωρίς υποχρεώσεις νεανική ζωή στις ευθύνες της ενήλικης, ένα πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά σε καθοριστικές αποφάσεις. Όμως η σχέση που αναπτύσσει αυτό το πρόσωπο με τον έφηβο συνταξιδιώτη του είναι καθοριστική για το τελικό ύφος της ταινίας: πέρα από τους χιουμοριστικούς τόνους που απαλύνουν τις σκοτεινές διαστάσεις του θέματος, η συνεισφορά είναι πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική. Εισάγει στην ταινία αυτό το πρόσωπο μια σκληρή όψη ζωής στο περιθώριο και δημιουργεί ένα δυναμικό δίπολο στην δραματική πλοκή: από την μία πλευρά ο χαρακτήρας του νεαρού που αναμετριέται με τον εαυτό του και τα φαντάσματά του, και από την άλλη ο χαρακτήρας του εφήβου που ζει μία ζωή χωρίς κανένα στήριγμα. Ο κοινός παρονομαστής; το συναισθηματικό έλλειμμα και των δύο.
Η οικογενειακή ζωή βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας Ποιος Μαδάει του Φεγγάρι;/ Qui Plume La Lune? (Christine Carriere, Γαλλία). Εδώ είναι οι σχέσεις δύο νεαρών κοριτσιών με τον πατέρα τους, που ορίζουν το πλαίσιο της δραματικής πλοκής. Σημείο αφετηρίας της αφήγησης; Η απώλεια της μητέρας -ένα γεγονός που διαταράσσει την οικογενειακή ζωή- λειτουργεί καθοριστικά και για τα δύο κεντρικά γυναικεία πρόσωπα. Κυρίως όμως για τον πατέρα, αφού όντας αντιμέτωπος με τις ευθύνες της ανατροφής δύο κοριτσιών και προσπαθώντας να καλύψει το κενό, αισθάνεται να λυγίζει. Οι κωμικοί τόνοι εναλλάσσονται στην αφηγηματική γραμμή με τις σκοτεινές όψεις που φέρνει η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου -και είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητα της ταινίας: η σκηνοθεσία ισορροπεί και εναλλάσσει το κωμικό με το δραματικό. Η αισιοδοξία, που σιγά -σιγά έρχεται στην επιφάνεια, δεν είναι χωρίς αντίκρισμα: είναι η πίστη στην ζωή, είναι η εσωτερική δύναμή που αναβλύζει από τις δύο νεαρές αδελφές, ότι οι αντιξοότητες μπορούν να υπερνικηθούν, ότι τα εμπόδια μπορούν να υπερπηδηθούν.
Οι σχέσεις ανάμεσα σε δύο αδέλφια βρίσκονται στο κέντρο της ταινίας Δημόσια Λουτρά/ Xizhao (Zhang Yang, Κίνα): ο ένας -νεαρός στέλεχος επιχειρήσεων- είναι φορέας ενός δυτικού εκσυγχρονισμού, ενώ ο άλλος -με διανοητικά προβλήματα- εμμένει πεισματικά σε μια παράδοση που είναι τόσο οικογενειακή όσο και συλλογική. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα αδέλφια ο πατέρας -ένα πρόσωπο που εκφράζει την εμμονή στις παραδοσιακές αξίες. Ο χώρος των δημοσίων λουτρών -που ο πατέρας διευθύνει-, η τελετουργία του, οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σ' αυτόν τον χώρο: όλα κινδυνεύουν. Πίσω από αυτό το οικογενειακό δράμα, βρίσκεται η αγωνία μιας χώρας που αισθάνεται ότι οι κοινωνικές της παραδόσεις απειλούνται, ότι τελετουργίες αιώνων βαίνουν προς εξαφάνιση, ότι παραδοσιακές δομές, όπως της οικογένειας, αφανίζονται. Εδώ έγκειται και η ουσία της ταινίας: η σκηνοθεσία αναπτύσσει τη δραματική πλοκή πάνω σε δύο παράλληλους άξονες, οι οποίοι όμως στο τέλος συγκλίνουν. Ο ένας είναι φορτισμένος συναισθηματικά, καθώς αναπτύσσεται γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο αδέλφια και τον πατέρα. Ο άλλος, εξίσου σημαντικός με τον πρώτο, έχει μια κοινωνική διάσταση: είναι η κραυγή αγωνίας μπροστά σε αλλαγές που απειλούν να συντρίψουν πολιτισμό και αξίες αιώνων.
Περιήγηση στις σκληρές όψεις της ζωής των μεταναστών στις δυτικές μεγαλουπόλεις βρίσκουμε στην ταινία Pizza King (Ole Christian Madsen, Δανία). Εδώ η σκηνοθεσία εμμένει στην καταγραφή της ζωής μίας ομάδας νεαρών εγκληματιών, μεταναστών από χώρες του Τρίτου κόσμου. Θαμπωμένοι από τον καταναλωτισμό και το δυτικό ύφος ζωής, τα κεντρικά πρόσωπα αυτής της ταινίας έχουν απεμπολήσει οποιαδήποτε εθνική ταυτότητα: η εθνική και πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα, όπως αυτή καταγράφεται από την σκηνοθεσία, βρίσκεται περισσότερο στην εικόνα παρά στην ουσία της ύπαρξης. Μη έχοντας να επιλύσουν καμία απολύτως πολιτισμική σύγκρουση, συμφιλιωμένοι με τον δυτικό τρόπο ζωής, αποδεχόμενοι πλήρως τις αξίες τους, τα πρόσωπα της ταινίας καθορίζουν και το ύφος της: η ταινία ακολουθεί δρόμους που ο αμερικάνικος κινηματογράφος -τόσο ο κλασικός (φιλμ νουάρ) όσο και ο νεώτερος (Σκορσέζε)- άνοιξε.
Τις διαδρομές ενός κινηματογράφου προσανατολισμένου στο κοινωνικό πεδίο ακολουθεί η ταινία Ανθρώπινοι Πόροι/ Ressourses Humaines (Laurent Cantet, Γαλλία). Εδώ τα πρόσωπα χάνουν την ανθρώπινη υπόσταση τους και γίνονται οι χαρακτήρες -φορείς ιδεών διάχυτων στο κοινωνικό σώμα. Έτσι -και μ' αφορμή την ιστορία ενός νεαρού στελέχους που δουλεύει σε μία βιομηχανία-, η σκηνοθεσία εκθέτει την κατάσταση μίας μερίδας της εργατικής τάξης στην Γαλλία. Το 35ωρο και οι αλλαγές που φέρνει στις εργασιακές σχέσεις, η απόλυση και το φάσμα της ανεργίας, η σχέση των εργαζομένων με την εργοδοσία, η φιλελεύθερη εκδοχή του εκσυγχρονισμού: αυτά είναι τα κεντρικά ζητήματα που τίθενται. Όμως στην ταινία αυτή το πραγματικό δραματικό πρόσωπο δεν είναι ο νεαρός ήρωας που προσπαθεί να ισορροπήσει τις προσωπικές με τις επαγγελματικές του σχέσεις. Είναι ένας χαρακτήρας που βρίσκεται στην περιφέρεια της δραματικής πλοκής και ο οποίος μόνο προς το τέλος της ταινίας αναδεικνύεται: ο πατέρας του ήρωα, ένας εργάτης στην βιομηχανία που βρίσκεται αντιμέτωπος με το φάσμα της ανεργίας λίγο πριν την συνταξιοδότηση του. Και είναι αυτή η σκηνοθετική αντιμετώπιση -η επιλογή της σκηνοθεσίας να ασχοληθεί με τις εργασιακές σχέσεις και όχι με το προσωπικό δράμα - που απομακρύνει την ταινία από το είδος του κινηματογράφου που ο Κεν Λόουτς ανέπτυξε: Εδώ αυτό που έχει σημασία είναι να γίνει μια ταινία που να υποστηρίζει τις "αγωνιστικές" προοπτικές του εργατικού κινήματος.
Δημήτρης Μπάμπας