(Το σπίτι με τον ηλίανθο)
του Burhan Qurbani
(κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
“Wir sind jung, Wir sind stark- We Are Young, We Are Strong” , 2014, Γερμανική ταινία του αφγανικής καταγωγής Γερμανού σκηνοθέτη Burhan Qurbani. Tη βλέπουμε στο Netflix, που τελικά δεν είναι και τόσο για τα μπάζα. O Qurbani, γνωστός κυρίως για μια νέα εκδοχή μεταφοράς στον κινηματογράφο του “Berlin Alexanderplatz” (του Alfred Döblin) –η οποία συμμετείχε στην Berlinale 2020 –, με την προγενέστερη ταινία του αναφέρεται στα ξενοφοβικά επεισόδια που συνέβησαν στο Rostock-Lichtenhagen της Γερμανίας, το 1992, όταν ένα εξαγριωμένο πλήθος κατοίκων της περιοχής, με επικεφαλής μια ομάδα νεαρών νεοναζί, έκαψαν ένα κέντρο φιλοξενίας μεταναστών, μπροστά στα μάτια ανήμπορων να αντιδράσουν μετριοπαθών πολιτών, και μιας παντελώς ανίκανης αστυνομίας να εμποδίσει την έκρηξη της ρατσιστικής βίας και την πυρπόληση του κτιρίου φιλοξενίας. Κινδύνευσαν δεκάδες άτομα, μεταξύ αυτών και οικογένειες Βιετναμέζων, με εγκυμονούσες γυναίκες και μικρά παιδιά.
Το Rostock-Lichtenhagen, μια μικρή πόλη της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με έντονα διατηρημένα, στην περίκλειστη κοινωνίας της, τα σημάδια του σοσιαλιστικού παρελθόντος της στη σοβιετική ζώνη κατοχής, δίνει την εντύπωση ενός κόσμου δίχως καμιά απολύτως προοπτική. Το κυρίαρχο και πλέον καυτό στοιχείο, στην ταινία του Γερμανο-αφγανού σκηνοθέτη, είναι η εστίαση του ενδιαφέροντός της στη νεολαία, παιδιά λαϊκών και μεσαίων κυρίως οικογενειών, που προσφεύγουν στον ναζισμό, μην έχοντας πού αλλού να καταφύγουν, προκειμένου να οργανώσουν τη ζωή τους. Έλλειψη μόρφωσης, εργασίας, ενδιαφερόντων, σχεδίων, ονείρων, στα πλαίσια διαλυμένων οικογενειών και ανθρωπίνων σχέσεων, με συνεχείς διαψεύσεις και καταβύθιση σε πλήθος αδιεξόδων: κατάθλιψη, ανία, αυτοκτονίες, άσκοπη περιπλάνηση, ανυπαρξία ουσιαστικών ανθρώπινων δεσμών, το μόνο που απομένει είναι το πισωγύρισμα στη φρεναπάτη του κλέους του τάγματος των Τευτόνων και στο δηλητήριο του ναζιστικού ολοκληρωτισμού. Από τη μια τούτα τα νεαρά, παραπλανημένα, άτομα που θυμίζουν κουρντισμένα ρομπότ ή ανδρείκελα, από την άλλη οι εντελώς πελαγωμένοι οικονομικοί μετανάστες, μετέωροι ανάμεσα στο να μείνουν και στο να επιστρέψουν, άρον άρον, στη χώρα καταγωγής τους, και στο μέσον κάποιοι μεσήλικες με το ένα πόδι στο παλιό, γκρεμισμένο, σοσιαλιστικό παρελθόν τους, και το άλλο σε ένα μέλλον πολιτικά και κοινωνικά σκοτεινό κι αμφίβολο. Η ανατολική όχθη έχει βουλιάξει, σύξυλη, και η δυτική μοιάζει να κρύβει πολλές παγίδες. Η ασπρόμαυρη, σε μεγάλο μέρος της, ταινία του Qurbani, «ολόμαυρη» επί της ουσίας ως προς τις προοπτικές και το μέλλον παρόμοιων κοινωνιών και ομάδων, κάποια στιγμή μεταμφιέζεται σε έγχρωμη, αλλά κι αυτή η φωτεινότερη μετατροπή φαντάζει μάλλον ως μια, επί ματαίω, επιζωγράφιση ενός ζοφερού παρόντος, με πινελιές και αποχρώσεις αυταπάτης και διαψεύσεων. Μοναδικές ακτίνες φωτός, κάποιες πόρτες που μισανοίγουν, δηλώνοντας την αλληλεγγύη τους στους παγιδευμένους και πανικόβλητους μετανάστες, κάποιες διάσπαρτες φωνές που διαμαρτύρονται και συνιστούν ψυχραιμία, και κάποιοι άλλοι που κραυγάζουν την αγωνία τους ή κοιτάζουν άλαλοι και έντρομοι τις φλόγες του φανατισμού και της βίας να καταπίνουν, εκτός από ντουβάρια και καταναλωτικά αγαθά, τα ίδια τα βλαστάρια τους. Ίσως δεν υπάρχει πικρότερη ομολογία από τούτην εδώ: αμαρτίες γονέων παιδεύουν τέκνα, επί μακρόν.
(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)