«Κύριο υλικό για τη σύσταση του κιτς στο νεοελληνικό θέαμα γίνεται το υπόλειμμα, το ξέφτι, το ίχνος μιας σκηνογραφημένης πραγματικότητας, ένα σημείο που παραπέμπει σε κάτι γενικότερο».
Χρήστος Βακαλόπουλος
Η δήλωση της διευθύντριας του φεστιβάλ είναι σχεδόν αφοριστική: «Ένα Φεστιβάλ δεν είναι μόνο ταινιοθήκη».
Αν και η σκοπιμότητά της είναι φανερή -η ανάγκη υπεράσπισης του πολυδάπανου τμήματος της Αγοράς (1)-, ωστόσο αυτή η δήλωση αποκαλύπτει και κάτι παραπάνω: καταρχήν μια αδυναμία διάκρισης ανάμεσα σε δυο διαφορετικής κατεύθυνσης θεσμούς (άλλος ο ρόλος ενός φεστιβάλ και άλλος μιας ταινιοθήκης) και κατά δεύτερον -και αυτό είναι μάλλον το χειρότερο- την αντιμετώπιση του Φεστιβάλ ως να είναι μια ταινιοθήκη. Από την συνολική εικόνα της φετινής διοργάνωσης είναι μάλλον προφανές ότι συμβαίνει το δεύτερο. Η λογική της ταινιοθήκης διαπερνά τα περισσότερα τμήματα της φετινής 47ης διοργάνωσης. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έχει χάσει την ικανότητα του, να’ ναι καίριο και αιχμηρό, έχει αποστρέψει το βλέμμα του από το «πύρινο έδαφος του πραγματικού». Το Φεστιβάλ δεν είναι πλέον αυτό που ήτανε.
Πίσω από το εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό ταινιών και εκδηλώσεων της 47ης διοργάνωσης κρύβεται μια έκδηλη αμηχανία και μια εμφανής απορία (με την σωκρατική έννοια του όρου) της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του θεσμού. Ο ολοένα και περισσότερο διογκούμενος τομέας της αγοράς (ένα τμήμα που αφήνει παγερά αδιάφορο κάθε θεατή του φεστιβάλ) δεν ισοσταθμίζεται με τη ρετροσπεκτίβα στον Win Wenters (ένα δημιουργό που την τελευταία εικοσαετία δεν έχει παρουσιάσει κάτι αξιόλογο)· με το εκτός τόπου και χρόνου αφιέρωμα για την μετανάστευση στο ελληνικό σινεμά (η θέση του θα ήταν μάλλον στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και όχι στις αίθουσες του φεστιβάλ)· με το ελλιπές αφιέρωμα στο βραζιλιάνικο σινεμά (με 3 ταινίες να υπάρχουν στα ελληνικά video club και με την ηχηρή απουσία των Rogério Sganzerla και Joaquim Pedro De Andrade του ηγέτη του “τροπικαλίσμο”)· ούτε τέλος με το αφιέρωμα στο κινέζικο σινεμά που εστίαζε στη mainstream τάση (από το οποίο αφιέρωμα απουσιάζουν όλες οι πρόσφατες βραβευμένες ταινίες αλλά όχι και όσες προβλήθηκαν στην ελληνική τηλεόραση, όπως το Α Beautiful New World από την ΕΤ3 ή βρίσκονται στις προθήκες των video club όπως το Spring Subway).
Δεχόμενο ένα ανηλεή ανταγωνισμό από το διαρκώς ανερχόμενο φεστιβάλ της Αθήνας, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πριν ακόμα την έναρξή του είχε ήδη χάσει στα σημεία. Το γεγονός ότι φέτος κάποιοι από τους πιο ενδιαφέροντες νέους σκηνοθέτες δεν βρισκόταν στο πρόγραμμα του διεθνούς διαγωνιστικού της Θεσσαλονίκης δεν ήταν μόνο μια ατυχής συγκυρία: ήταν ένα μόνο από τα συμπτώματα της αδυναμίας ελέγχου των πραγμάτων (2). Επιπλέον η απουσία καλλιτεχνικής άποψης στη συγκρότηση του προγράμματος και η λογική της ταινιοθήκης είναι κάτι παραπάνω από εμφανής και στην επιλογή των αφιερωμάτων σε εθνικές κινηματογραφίες: όχι αφιέρωμα στους νέους γερμανούς σκηνοθέτες που αποτελούν την αποκάλυψη της φετινής χρονιάς (αυτό διοργανώθηκε στο Φεστιβάλ της Αθήνας) αλλά στη μάλλον εκτός εποχής βραζιλιάνικη κινηματογραφία· όχι αφιέρωμα στο δυναμικό παρόν του κινέζικού κινηματογράφου, αλλά περιδινήσεις στο κοντινό παρελθόν του με ταινίες ηλικίας 10 ετών. Προκάλυμμα λοιπόν για τις αδυναμίες και τις απορίες της καλλιτεχνικής διεύθυνσης αποτελεί ο άνευ προηγουμένου γιγαντισμός του φεστιβάλ. Όμως δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με την περίπτωση ενός φεστιβάλ όπως του Τορόντο όπου παρουσιάζεται ένα πλήρες και αναλυτικό πανόραμα της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής: εδώ από τις 300 ταινίες σχεδόν οι μισές είναι παλιές.
Το έλλειμμα στην καλλιτεχνική διεύθυνση επιτείνεται από το πως αντιμετωπίζονται σημαντικοί δημιουργοί: για τον Chen Kaige επιφυλάσσεται η προβολή μιας ταινίας που το ελληνικό κοινό έχει ήδη δει πολλαπλά (αίθουσες, TV, DVD) και όχι μιας που ποτέ δεν έχει προβληθεί στην Ελλάδα (όπως είναι το Yellow Earth ταινία ορόσημο της 5ης γενιάς του κινέζικου σινεμά). Ταυτόχρονα το πλήθος των βραβεύσεων και τιμητικών διακρίσεων φέτος ξέφυγε πέρα από κάθε όριο: είχαμε και τιμητική εκδήλωση για τον προ 50ετίας υπουργό βιομηχανίας, ο οποίος χαρακτηριζόταν στο δελτίο τύπου του φεστιβάλ ως «σημαντική προσωπικότητα της πνευματικής ζωής του τόπου» (!). Αυτή η συλλογή όσο των δυνατών περισσότερων ετερόκλιτων εκδηλώσεων και η κατά κόρο απονομή τιμητικών διακρίσεων σε κάθε περαστικό επισκέπτη – προσκεκλημένο του φεστιβάλ δυστυχώς δεν μπορούν να αποκρύψουν ούτε την ένδεια ούτε το έλλειμμα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
Τι απέμενε λοιπόν για τον ανήσυχο θεατή; Σίγουρα το αφιέρωμα στο Τούρκο Nuri Bilge Ceylan (και η ενδιαφέρουσα έκθεση φωτογραφίας), οι πάντα ανήσυχες βαλκανικές ταινίες (όπως τα Grbavica, Tomorrow Morning και 12.08: East of Bucharest), ελάχιστες από το διαγωνιστικό (η ελληνική Η ψυχή στο στόμα και το πολωνικό Retrieval, η ταινία από την Αλγερία Bled Number One, και το κορεατικό Family Ties), το νέο τμήμα Focus εστιασμένο στο νεανικό πόθο, το τμήμα Ημέρες Ανεξαρτησίας με το αφιέρωμα στο δημιουργό animation Jan Svankmajer που συνοδεύτηκε από μια ενδιαφέρουσα έκθεση, με ταινίες όπως το Avida, I Don’t Want to Sleep Alone, Rain Dogs, Kubrador, La Perrera, Syndromes and a Century και τέλος με τον αφρικανό Abderrahmane Sissako. Συγκρινόμενο με τις προηγούμενες χρονιές μάλλον ένας φτωχός απολογισμός.
Ένα φεστιβάλ -που είναι φεστιβάλ και όχι ταινιοθήκη ή αγορά ταινιών- οφείλει να ’ναι ένα στιγμιότυπο της παγκόσμιας κατάστασης στο χώρο του σινεμά. Οφείλει να ’ναι αιχμηρό και καίριο, ακόμα και όταν αναφέρεται στο παρελθόν. Διαφορετικά, όταν αδυνατεί να βηματίσει στο ρυθμό των καιρών, όταν δεν έχει το θάρρος να βαδίσει πάνω στο «πύρινο έδαφος του πραγματικού», όταν στέκεται με αμηχανία και απορία μπροστά στο πραγματικά νέο, τότε καταλήγει να γίνει στη καλύτερη των περιπτώσεων μια ταινιοθήκη και στη χειρότερη το λόμπι ενός ξενοδοχείου, πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια των δημοσίων σχέσεων.
Ενδεδυμένη αυτή η διοργάνωση τα ενδύματα ενός φεστιβάλ και διακοσμημένη από τα λαμπερά κοσμήματα της αγοράς, είναι ένα φεστιβάλ κιτς, όπου ευδοκιμεί ο νεοπλουτισμός και η επίδειξη. Μέσα σ’ αυτό το φεστιβάλ -ταινιοθήκη υπάρχουν μόνο τα ξέφτια και τα υπολείμματα της πραγματικότητας του σινεμά. Σ’ αντίθεση μ’ αυτό που αναφέρει ο Χρήστος Βακαλόπουλος -«το κιτς στο νεοελληνικό θέαμα είναι το αποτέλεσμα μιας οικονομίας»- το κιτς στο 47ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Κινηματογράφου είναι το αποτέλεσμα μιας αλόγιστης σπατάλης, όπου πολυποίκιλα κομμάτια και αποσπάσματα συρράπτονται χωρίς λογική και νόημα για να δημιουργήσουν ένα σύνολο που θαμπώνει.
Δημήτρης Μπάμπας
1 Αναφερόμαστε στα τμήματα Agora και Crossroads Co-production Forum που στεγάστηκαν στο Industry Center (Αποθήκη 8) μακριά από τις υπόλοιπες αίθουσες του λιμανιού, αθέατα από τους θεατές.
2 Αναφερόμαστε σε δύο από τις πιο συναρπαστικές ταινίες νέων σκηνοθετών το Do Over του Cheng Yu-Chieh και το Free Floating του Boris Khlebnikov. Και οι δύο προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ Βενετίας και κατέληξαν στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ της Αθήνας.