Ταινίες που προβλήθηκαν στα παράλληλα προγράμματα του φεστιβάλ και έχουν ενδιαφέρον
P'tit Quinquin, Bruno Dumont
Αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τις προκλήσεις μιας τηλεοπτικής σειράς, ο Bruno Dumont τοποθετεί ως κεντρικό χαρακτήρα τον ομώνυμο του τίτλου πιτσιρικά. Δαιμόνιος και ανήσυχος, όπως εξάλλου προστάζει η παιδική του ηλικία, ο μικρός Κεν-κεν ζει στην γαλλική ύπαιθρο και πιο συγκεκριμένα σ’ ένα χωριό στις βόρειες ακτές της. Τριγυρνώντας δεξιά κα αριστερά, χωρίς νόημα και σκοπό, παίζοντας με τους φίλους του, ο μικρός Κεν-κεν ζει μια ευτυχισμένη παιδική ζωή. Σκιές σ’ αυτή την ανέφελη παιδική ηλικία θα ρίξουν μια αλυσίδα από απροσδόκητα γεγονότα. Μια σειρά από αποτρόπαια εγκλήματα που διαδραματίζονται, διαταράσσουν την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα και φέρνουν στην επιφάνεια τα καλά κρυμμένα μυστικά της επαρχίας. Κεντρικό πρόσωπο της σειράς, πέραν του μικρού ήρωα, είναι ένας αστυνομικός επιθεωρητής και ο βοηθός του που καλούνται να αποκαλύψουν τους ενόχους.
Το σκηνικό -ο χώρος, η ατμόσφαιρα, οι ιστορίες- είναι γνωστό στον Bruno Dumont από τις προηγούμενες ταινίες του La Vie de Jésus (1997), L’Humanité (1999), and Flanders (2006): το μαγευτικό τοπίο, την αγροτική ζωή, το ρατσισμό που δηλητηριάζει την ειδυλλιακότητα και τη γαλήνη του τόπου, τα κρυφά μυστικά της επαρχιακής ζωής. Όπως εξάλλου, σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό, είναι οικείοι για τον σκηνοθέτη οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις. Και ακριβώς γι’ αυτό, ο Bruno Dumont σκηνοθετεί μια παιγνιώδη επανεγγραφή γνώριμων μυθοπλασιών, θεματικών, προσώπων. Όμως εδώ ο τόνος είναι κωμικός και ο σκηνοθέτης συχνά μοιάζει να κάνει μια παρωδία των ταινιών του, να αυτοσαρκάζεται –κάτι μάλλον σπάνιο στο τοπίο του σύγχρονου σινεμά. Για τους κωμικούς τόνους υπεύθυνος είναι, πέραν από τον πιτσιρικά Κεν-κεν, ο εκκεντρικός αστυνομικός με τα τικ του, αλλά και ο βοηθός του. Κατά τα άλλα, εδώ θα βρούμε τα γνωστά σημεία που εστιάζει συνήθως ο σκηνοθέτης: το γκροτέσκο, μια κίνηση των προσώπων που μας θυμίζει το βωβό κινηματογράφο, την ισχυρή παρουσία- αίσθηση του τόπου και τέλος το πανταχού παρόν μυστηριώδες Κακό.
Incompresa, Asia Argento
1984, Ρώμη. Η κεντρική ηρωίδα της ταινίας η 10χρονη Aria ζει μια δύσκολη παιδική ηλικία: είναι αντιμέτωπη με το κάθε άλλο παρά ειρηνικό χωρισμό των γονιών της και τις αναμφίβολα σημαντικές συναισθηματικές συνέπειες. Χωρίς καμία συναισθηματική υποστήριξη από τις αδελφές της ή τους γονείς της (στο ρόλο της μητέρας η Charlotte Gainsbourg και του πατέρα ο Gabriel Garko), η Aria βρίσκεται μετέωρη, και όχι μόνο συναισθηματικά, ανάμεσα στον σταρ-ηθοποιό πατέρα της και την συναισθηματικά ασταθή πιανίστρια μητέρα της. Παράλληλα, στο σχολείο η Aria βρίσκεται αντιμέτωπη με την απόρριψη από την καλύτερη της φίλη, αλλά και με τις συναισθηματικές αναταράξεις μιας επερχόμενης εφηβείας.
Επιλέγοντας το χώρο της παιδικής ηλικίας, η σκηνοθέτις είχε μια πρόκληση: να υπερβεί τις πολυχρησιμοποιημένες μυθοπλασίες, χαρακτήρες, θεματικές. Γι’ αυτό επιλέγει να κινηματογραφήσει την ιστορία της εστιάζοντας πάνω στα πρόσωπα: η ταινία κυριαρχείται από «γκρο πλαν» των προσώπων και πιο συγκεκριμένα της νεαρής ηρωίδας (τον ρόλο υποδύεται η εξαιρετική Giulia Salerno). Ενώ παράλληλα τονίζει με τόνους υψηλούς τις δραματικές στιγμές της πλοκής, μην παραλείποντας να ενσταλάξει σ΄ αυτές ένα είδος χιούμορ.
Η αφηγηματική γραμμή της ταινίας βρίθει από επεισόδια με υψηλές δραματικές εντάσεις: οι ομηρικοί καυγάδες μεταξύ των δύο γονιών, οι τσακωμοί με τις αδελφές, αλλά και οι εντάσεις στο σχολείο. Επικρατεί ένα διάχυτο κλίμα ελευθεριότητας –κυρίως λόγω των αλλοπρόσαλλων και ανεύθυνων συμπεριφορών των δυο γονιών- και αυτό έχει σα συνέπεια ένα περιβάλλον αστάθειας για τη νεαρή ηρωίδα. Ό,τι παρακολουθούμε είναι μια δύσκολη παιδική ηλικία και την ηρωίδα να αντιμετωπίζει τις θύελλες χωρίς υποστήριξη. Είναι η παρουσία της μοναξιάς σε πρώτο πλάνο που συνιστά την κορύφωση σ’ αυτό το οικογενειακό δράμα, από το οποίο δεν λείπουν και κάποιες σαφείς αυτοβιογραφικές αναφορές. Αποκαλύπτοντας, έτσι, με έμμεσο τρόπο, ότι πίσω από κάθε πράξη δημιουργίας συχνά κρύβεται ένα ανοιχτό και δυσεπούλωτο τραύμα…
Locke, Steven Knight
Μια ταινία δρόμου, ή μάλλον καλύτερα ένα δράμα δρόμου, η ομώνυμη του κεντρικού ήρωα ταινία είναι το πορτραίτο ενός άνδρα σε κρίση.
Ο Ivan Locke, κεντρικός ήρωας της ταινίας (το ρόλο υποδύεται ο Tom Hardy) είναι ένας πολιτικός μηχανικός. Σε μια κρίση στιγμή για το έργο που επιβλέπει, ο ήρωας θα ξεκινήσει ένα νυχτερινό ταξίδι από την επαρχιακή πόλη στην οποία βρίσκεται προς το Λονδίνο. Ο λόγος του ταξιδιού; Πρόκειται να γίνει πατέρας, καθώς η ερωμένη του βρίσκεται στο μαιευτήριο ετοιμόγεννη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο ήρωας είναι αναγκασμένος να έρθει αντιμέτωπος με τις συνέπειες των επιλογών του.
Μινιμαλιστική ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί η σκηνοθεσία, όλη η ταινία διαδραματίζεται, στο εσωτερικό του εν κινήσει αυτοκινήτου που ο ήρωας οδηγεί, και σε χρόνο σχεδόν πραγματικό: η κατάληξη της ταινίας είναι η άφιξη του ήρωα στο Λονδίνο. Καθώς η δραματική πλοκή είναι μονοπρόσωπη, η αφήγηση συντίθεται από τους διάλογους – τηλεφωνήματα του ήρωα με την ερωμένη του, τους συνεργάτες του από την δουλειά του αλλά και από την τελούσα σε κατάσταση σοκ συζύγου του (η οποία μαθαίνει τηλεφωνικά τα νέα).
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση χάους, στο αποκορύφωμα μιας προσωπικής κρίσης και γι’ αυτό οι τόνοι είναι υψηλοί και οι δραματικές εντάσεις αναπόφευκτες. Στον πυρήνα της δραματικής πλοκής δεν βρίσκεται μόνο το γεγονός ότι ζωή του ήρωα αλλάζει μ’ ένα τρόπο βίαιο και απότομο, αλλά και ότι ο ίδιος είναι ένα πρόσωπο ηθικό, ένας πρόσωπο αποφασισμένο να σηκώσει τα βάρη των επιλογών του και να αναλάβει τις ευθύνες του, να υποστεί τις συνέπειες. Ό, τι υπάρχει ως αφηγηματική εκκρεμότητα και το οποίο προκαλεί τις δραματικές εντάσεις είναι το αν ο ήρωας θα διατηρήσει τις ισορροπίες της ζωής του, αν θα διατηρήσει αναλλοίωτο το χαρακτήρα του ως ενός ηθικού πρόσωπου, αν διανύσει με επιτυχία και ασφάλεια όλη τη διαδρομή μέχρι τον προορισμό του. Είναι η αποφασιστικότητα του ήρωα με την οποία διαχειρίζεται την όλη κατάσταση, αλλά και η ηθική του ακεραιότητα –κάτι σπάνιο στο μεταμοντέρνο τοπίο του σινεμά- που απομένει ως τελική αίσθηση στον θεατή.
Black Coal, Thin Ice, Diao Yi'nan
Προσαρμόζοντας τα αρχέτυπα του φιλμ νουάρ στο περιβάλλον της σύγχρονης Κίνας, η ταινία είναι ένα συναρπαστικό, γεμάτο εντάσεις και ανατροπές θρίλερ.
Ένας αστυνομικός- ντετέκτιβ που φαίνεται ότι δεν διάγει την καλύτερη περίοδο της ζωής του, μια νεαρή χήρα, μια σειρά από μυστηριώδη αποτρόπαια εγκλήματα των οποίων ο υπεύθυνος δεν έχει ακόμα βρεθεί. Όλα τα στοιχεία ενός νουάρ -όπως τα ξέρουμε από τους «πατέρες» του είδους Raymond Chandler και James M. Cain - βρίσκονται ενταγμένα στη δραματική πλοκή της ταινίας. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η οικεία «νουάρ» αισθητική που έχουμε συνηθίσει από τη χρυσή εποχή του είδους, τη δεκαετία του 40 στο Χόλιγουντ. Ό,τι υπάρχει είναι εικόνες της σύγχρονης Κίνας που αλλάζει με ρυθμούς ιλιγγιώδεις: τα λουτρά των εργοστασίων, τα μπαράκια, τα λούνα παρκ, τα φαγάδικα, τα μπιλιαρδάδικα, οι λασπωμένοι δρόμοι των επαρχιακών πόλεων. Αυτή είναι μια ασυνήθιστη σε ταινία είδους εικόνα της Κίνας. αφού αυτά που βλέπουμε μοιάζουν να προέρχονται από την επικράτεια του Jia Zhangke.
Ο σκηνοθέτης εστιάζει καταρχάς στο πρόσωπο του αστυνομικού (τον ρόλο υποδύεται ο Liao Fan), καθώς η αφηγηματική γραμμή παρακολουθεί την πορεία του, και δημιουργεί έτσι ένα πορτραίτο του: η απελπισία, η μελαγχολία, η εμμονή, το συναισθηματικό κενό είναι οι συντεταγμένες της σκιαγράφησης του ήρωα. Απέναντι του τοποθετείται η γυναικεία παρουσία: μυστηριώδης, αινιγματική, σαγηνευτική - μια γυναίκα «αράχνη». Και όπως είναι αναμενόμενο, στο κέντρο της δραματικής πλοκής υπάρχει η αρχετυπική πάλη του αρσενικού -θηλυκού, η ερωτική/ συναισθηματική εμμονή, η υποταγή του άνδρα στη γυναικεία σαγήνη. Και είναι ακριβώς αυτή η ερωτική (και όχι μόνο) εμμονή, η κινητήριος δύναμη του χαρακτήρα του ντετέκτιβ, ο λόγος που αυτός ζει.
Αν και σκοτεινή στους φωτογραφικούς τονισμούς της, η ταινία σε ελάχιστες και κομβικές για τη δράση σκηνές χαρακτηρίζεται από το αισθητικό στυλιζάρισμα που παραπέμπει στο «νουάρ»: Είναι η ρεαλιστική οπτική που κατά βάση κυριαρχεί. Οι ήχοι είναι ακατέργαστοι, σκληροί και άγριοι, οι εικόνες βρώμικες, βίαιες, σκοτεινές.
Στις ελάχιστες σκηνές εξαιρέσεις, όπου ο ρεαλισμός υποχωρεί, οι εξπρεσιονιστικές «νουάρ» - φωτοσκιάσεις σημαδεύουν μ’ ένα τρόπο ιδιαίτερο το «ασιατικών» συντεταγμένων γυναικείο πρόσωπο της ταϊβανέζας Gwei Lun Mei: είναι τότε που η σαγήνη της ηρωίδας επικαλύπτει την εικόνα.
Διάστικτη από τον φαταλισμό και την αίσθηση του τραγικού, που συναντάμε και στο κλασικό είδος, αυτή η ρεαλιστική ερμηνεία του «νουάρ» κορυφώνεται στην τελευταία σκηνή μ’ ένα τρόπο πραγματικό παράδοξο, και πολύ κινέζικο: τα πυροτεχνήματα μοιάζουν ως ένα αληθινά εντυπωσιακό θέαμα για την ολοκλήρωση της αφήγησης. Όμως η σκηνή δεν είναι νυχτερινή -είναι ημερήσια- και οι φωτεινές λάμψεις των πυροτεχνημάτων χάνονται από το φως του ήλιου -καμία λάμψη, καμία μαγεία, καμία σαγήνη. Το μόνο που απομένει είναι ο κρότος τους που αναμειγνύεται με τους θορύβους και τη φασαρία της πόλης...
Jauja, Lisandro Alonso
Τέλη του 19ου αιώνα, στις εσχατιές της Παταγονίας. Ένας Δανός μηχανικός (το ρόλο υποδύεται ο εξαιρετικός Viggo Mortensen) με την 15χρονη κόρη του, μετανάστες στην «άγρια δύση» της Αργεντινής. Όταν η νεαρή κοπέλα θα το σκάσει με τον αγαπημένο της, ο πατέρας της θα τους ακολουθήσει μέσα στην έρημο. Όμως γρήγορα θα διαπιστώσει ότι την κόρη του την έχει απαγάγει μια συμμορία παρανόμων. Ο ήρωας θα χαθεί μέσα στην έρημο αναζητώντας την…
Η ταινία ανήκει σ’ ένα είδος κινηματογραφικό με ισχυρή παρουσία τα τελευταία χρόνια: είναι η περιπλάνηση στην έρημο, στην αγριότητα της φύσης που καταγράφεται με διάφορες προφάσεις. Είναι ένα είδος του οποίου αρχέτυπο θα έπρεπε να θεωρηθεί το The Shooting (Monte Hellman, 1967) και που σ’ αυτό ανήκουν ταινίες όπως το Freedom ( Šarūnas Bartas, 2000), Gerry (Gus Van Sant, 2002), The Three Burials of Melquiades Estrada (Tommy Lee Jones, 2004), Meek's Cutoff (Kelly Reichardt, 2010) ή το Gold (Thomas Arslan, 2013).
Ο σκηνοθέτης καθώς η αφήγηση κυλά κλιμακώνει τη δραματική πλοκή και το ύφος της: με αφετηρία περιπετειώδες και όσο περισσότερο ο ήρωας απομακρύνεται από τον πολιτισμό αυτό μεταλλάσσεται σε παραισθητικό, εσωτερικό, υπαρξιακό, μεταφυσικό. Όπως είναι προφανές δεν είναι η περιπέτεια στην οποία εστιάζει η σκηνοθετική οπτική, αλλά στην φιγούρα αυτού του μεσήλικα άνδρα που μόνος του χωρίς καμία ελπίδα περιπλανιέται στην έρημο. Στην πορεία του προς το άγνωστό σιγά –σιγά χάνει κάθε σημείο επαφής με τον πολιτισμό και με την πραγματικότητα: εισέρχεται στις επικράτειες του φανταστικού. Ό,τι αντικρίζει εκεί στις εσχατιές του κόσμου είναι τα φαντάσματα της ύπαρξης του…
Amour Fou, Jessica Hausner
Αρχές του 18ου αιώνας, η εποχή του Ρομαντισμού. Ο Henrich von Kleist, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, δημιουργός των έργων Μίκαελ Κολχάας, Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ, Η μαρκησία φον Ο…, έχει ήδη αποκτήσει μια φήμη στoυς λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, στο Βερολίνο. Ωστόσο σημαδεύεται, όπως κάθε πιστός στα ρομαντικά ιδεώδη από το πάθος του έρωτα και την επιθυμία του θανάτου. Έχοντας απογοητευθεί από την αδιαφορία της ερωμένης του, ο Henrich von Kleist αναζητά μια αδελφή ψυχή για να τον συντροφεύει στο τελευταίο ταξίδι. Θα γνωρίσει την Henriette Vogel, σύζυγο ενός εμπόρου και μητέρα ενός κοριτσιού και θα την πολιορκήσει. Όμως η Henriette είναι σοβαρά άρρωστη…
Η αυστριακή Jessica Hausner, μετά την ταινία της Lourdes (2009), τοποθετεί πάλι στο κέντρο της δραματικής πλοκής έναν ήρωα που εξαιτίας του πάθους, δημιουργεί ένα δικό του κλειστό σύμπαν που τον απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο. Έχοντας όμως ως ήρωα ένα πρόσωπο μιας άλλης εποχής και αφηγούμενο τη διαδρομή του προς την έξοδο, δηλαδή την αυτοκτονία του, προκρίνει την καταρχήν εστίαση στο κοινωνικό περίγυρο. Τοποθετεί λοιπόν την φιγούρα του ρομαντικού ποιητή μέσα στην αστική τάξη της εποχής και πολλές φορές με χιούμορ καταγράφει την απόσταση και την αντίθεση. Ωστόσο η σκηνοθέτις επικεντρώνεται κυρίως στη σχέση του με την Henriette Vogel. Καθώς η όχι και τόσο νεαρή γυναίκα είναι ένα πρόσωπο της εποχής της και της τάξης της, η σχέση του ποιητή μαζί της μοιάζει να είναι τελικά ένας συνεχής αγώνας από την πλευρά του Henrich von Kleist για να περάσει στο στρατόπεδό του. Απέναντί του βρίσκεται ο σύζυγός της και γι’ αυτό η ταινία αρκετές φορές δείχνει ως να είναι ταινία ενός ερωτικού τριγώνου. Το βάρος της ασθένειας της που βαραίνει στην τελική της επιλογή, αποδεικνύεται ότι τελικά δεν είναι παρά το βάρος μιας δυσανεξίας απέναντι στο ασφυκτικό περιβάλλον μιας τάξης (της αστικής), το αβάσταχτό βάρος μιας προσωπικής μοναξιάς –και είναι αυτό που την φέρνει τόσο κοντά στον συν-αυτόχειρά της.
Η σκηνοθέτις επιβάλλει η υποκριτική των ηθοποιών να είναι χαμηλών τόνων, κινηματογραφεί τα τεκταινόμενα από απόσταση, και χωρίς ποτέ να επιτρέπει την έξαρση του πάθους να εισβάλλει στην εικόνα, δημιουργώντας έτσι ένα ύφος κινηματογράφησης που προσιδιάζει προς τον κλασικισμό. Κάτι που έρχεται τελικά σε ευθεία αντίθεση με τις επιλογές ζωής και θανάτου των κεντρικών χαρακτήρων της ταινίας. Όμως αυτή είναι μια διαλεκτική αντίθεση…
Bird People, Pascale Ferran
Δύο είναι οι ήρωες σ’ αυτήν την ταινία. Ο πρώτος είναι ο Gary Newman, ένας αμερικάνος επιχειρηματίας, στέλεχος μια εταιρείας πληροφορικής που ταξιδεύει για λόγους δουλειάς. Η 24ωρη διαμονή του όμως στο Παρίσι θα παραταθεί, καθώς ευρισκόμενος μπροστά σε προσωπική κρίση θα αποφασίσει να παρατείνει επ’ αόριστον την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα. Από την άλλη υπάρχει η Audrey (το ρόλο υποδύεται η Anais Demoustier), είναι καθαρίστρια στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου όπου μένει ο Gary Newman. Αντιμέτωπη και αυτή με μια ανάλογη κρίση θα περάσει σε μια άλλη διάσταση: θα μεταμορφωθεί.
Είναι προφανές ότι ο τίτλος της ταινίας είναι δίσημος. Για τον μεν πρώτο χαρακτήρα περιγράφει ένα στυλ ζωής (ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο) που τον οδηγεί σ’ ένα προσωπικό αδιέξοδο. Για την νεαρή ηρωίδα αποτελεί όμως μια φαντασίωση, ένας τρόπος απόδρασης από το αδιέξοδο που ήδη βιώνει. Η σκηνοθέτις χωρίζει τη δραματική πλοκή σε δύο μέρη –ένα για τον κάθε χαρακτήρα- και κατά συνέπεια δημιουργεί μια αντίθεση και αντιπαράθεση ανάμεσα σ’ αυτά τα μέρη. Το πρώτο μέρος έχει στο μεγαλύτερο μέρος του τη δράση έγκλειστη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, με τον ήρωα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Ενώ το δεύτερο έχει την ηρωίδα μεταμορφωμένη σε πουλί –μια μεταμόρφωση που έχει ευθείς αναφορές στον Κάφκα και το ομώνυμο έργο του– δεν είναι παρά μια αφ’ υψηλού επόπτευση του χώρου και των ανθρώπων του αεροδρομίου και ξενοδοχείου. Έτσι ο ρεαλισμός και η θεατρικότητα του πρώτου μέρους έρχονται σε μια αντίθεση με την ελεύθερη κίνηση στο χώρο και τις ασυνήθιστες οπτικές γωνίες.
Εντέλει, αυτό το σύγχρονο παραμύθι, πέρα από τη γοητεία της αφήγησης και το δίδαγμα που εμπεριέχει -«ζήσε την ζωή σου μ’ ένα τρόπο μοναδικό»-, μοιάζει να αποκτά ουσία, κυρίως λόγω του δεύτερου μέρους, ως μια συναρπαστική στην παρακολούθηση της κινηματογραφική άσκηση.
Plemya /The Tribe, Myroslav Slaboshpytskiy
Διαδραματιζόμενη μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός οικοτροφείου κωφαλάλων, η ταινία στιγματίζεται από μια ιδιαιτερότητα της: είναι μια σύγχρονη βωβή ταινία , αφού όλοι οι διάλογοι της είναι στη νοηματική γλώσσα.
Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο Sergey (Grigory Fesenko), ένας νεαρός που καταφθάνει σ’ ένα οικοτροφείο- σχολείο κωφαλάλων. Η αφηγηματική γραμμή συντίθεται από τα διάφορα επεισόδια της εισόδου, προσαρμογής και ανόδου του μέσα στον κλειστό και ιεραρχικά δομημένο περιβάλλον του οικοτροφείου. Αυτό που αντικρίζει ο ήρωας είναι η κυριαρχία μιας οργανωμένης ομάδας, μιας μαφίας κα στους κόλπους της εισέρχεται. Νεαρές οικότροφοι που εκπορνεύονται, μικρο-ληστείες, διακίνηση, επαιτεία, περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, εκβιασμοί: ο νεαρός ήρωας θα μυηθεί στα της συμμορίας και εν τέλει θα γίνει αποδεκτός. Ωστόσο σύντομα θα βρεθεί μπροστά σ’ ένα δίλημμα: θα ερωτευθεί μια συν-οικότροφο του που εκπορνεύεται και θα εκδιωχθεί από την συμμορία.
Χρησιμοποιώντας κάμερα στο χέρι, με πλάνα- τράβελιγκ μεγάλης χρονικής διάρκειας που ακολουθούν τα πρόσωπα, ο πρωτοεμφανιζόμενος Ουκρανός σκηνοθέτης εστιάζει στον νεαρό του ήρωα, καθώς κινείται μέσα στους χώρους του οικοτροφείου, καθώς συμμετέχει στις τελετουργίες και τις δράσεις της συμμορίας. Και από την σχεδίαση του πορτραίτου του νεαρού ήρωα, αυτό που βρίσκεται στο κέντρο και εν τέλει κυριαρχεί είναι η σεξουαλική σχέση του με την συν-οικότροφο του. Το ερωτικό πάθος, η εμμονή, ο αγώνας του για επιβίωση και εν τέλει κυριαρχία -στοιχεία οικεία από ανάλογες μυθοπλασίες: αυτά σημαδεύουν τον ήρωα.
Ό,τι όμως σημαδεύει την εμπειρία θέασης της ταινίας είναι η απουσία διαλόγων, η χρήση της νοηματικής γλώσσας. Ο θεατής -ο οποίος δεν γνωρίζει την ουκρανική νοηματική-, έχει μια ελλιπή κατανόηση των διαδραματιζόμενων. Καλείται λοιπόν, να μαντεύει για το τι διαμείβεται μεταξύ των χαρακτήρων, να υποθέτει διαρκώς για το τι γίνεται. Μόνο ήχοι του περιβάλλοντος, κραυγές πόνου και ηδονής, αναστεναγμοί και το κλάμα -σχεδόν βουβό και γι’ αυτό αβάσταχτο: αυτό είναι το ηχητικό περιβάλλον της ταινίας. Τελικά αυτό το ηχητικό περιβάλλον επιβάλλεται στον θεατή και αυτή η επιβολή –η αποδοχή του ηχητικού σύμπαντος της ταινίας- είναι που επιτείνει και ισχυροποιεί τις διαδικασίες ταύτισης του θεατή με τον κεντρικό χαρακτήρα. Εμπλουτίζοντας, έτσι, μ’ ένα τρόπο ιδιότυπο και γι’ αυτό πρωτότυπο, την εμπειρία θέασης.
Violet, Bas Devos
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Jesse, ένας 16χρονος που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ: Θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας σ’ ένα αποτρόπαιο έγκλημα -την δολοφονία του φίλου του σ΄ ένα εμπορικό κέντρο από μια παρέα συνομηλίκων του- και θα προσπαθήσει να συνδιαλεχθεί με τα παρεπόμενα της. Όντας ο μοναδικός μάρτυρας, ο νεαρός ήρωας θα τεθεί κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της παρέας του: θα του ζητηθούν ευθύνες για το ότι δεν προστάτευσε τον φίλο του. Και κάποιες φορές, θα αντιμετωπίσει την άλλοτε καλυμμένη και άλλοτε όχι, αμφισβήτηση και εχθρότητα.
Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί τον ήρωα και την παρέα του καθώς περιπλανιούνται στην πόλη. Κεντρικό στοιχείο για τη σκηνοθεσία είναι το γεγονός ότι αυτοί είναι φανατικοί των ποδηλάτων BMX -μια ευθεία αναφορά στην ταινία Paranoid Park (Gus Van Sant, 2007). Ο σκηνοθέτης, συνεπικουρούμενος από τον διευθυντή φωτογραφίας και συν-παραγωγό του Nicolas Karakatsanis ("Rundskop"), παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την ομάδα των νεαρών καθώς ασκούνται στο σπορ. Η χορευτική χάρη στις κινήσεις των νεανικών σωμάτων και των ποδηλάτων και οι ιμπρεσσιονιστικές, στο ύφος, εικόνες βρίσκονται στο κέντρο και μοιάζουν να συνιστούν την «raison d'être» της ταινίας. Οι αφηγηματικοί ρυθμοί είναι αργοί, κάτι που επιτρέπει τα συναισθήματα του ήρωα (και του θεατή) να αναπτύσσονται αργά –αργά και να αποκτούν βάρος και υπόσταση μέσα στην εικόνα. Καθώς ο διάλογος είναι ελάχιστος, όλη η έμφαση δίδεται στην εικόνα.
Η τεχνική κινηματογράφησης και επεξεργασίας της εικόνας απομακρύνει την ταινία από την επικράτεια του νατουραλισμού και του ωμού ρεαλισμού. Εικόνες θολές, χωρίς εστιακό βάθος, εικόνες από κάμερες παρακολούθησης χωρίς ευκρίνεια, θραύσματα και αντανακλάσεις από τις οθόνες του υπολογιστή, αλλά και κυρίως οι άλλες εικόνες, αυτές που κινηματογραφούνται από τον Nicolas Karakatsanis, είτε με φιλμ στα 65mm είτε με την ψηφιακή Arri Alexa, στην αναλογία 4:3: αυτές οι εικόνες είναι που βυθίζουν τον θεατή (και τον ήρωα) μέσα στο σκοτεινό σύννεφο των συναισθημάτων του πένθους και της θλίψης. Και αυτή η σκηνοθετική οπτική συνεπικουρείται από μια ανάλογη διαχείριση του ήχου: παραμορφωμένοι και αλλοιωμένοι ήχοι και θόρυβοι, θραύσματα και απόηχοι από ήχους του περιβάλλοντος -καμία ακριβής ηχητική αποτύπωση-, όλα αυτά δημιουργούν το ηχητικό σύμπαν της ταινίας. Αυτοί οι ήχοι, οι παρηχήσεις και οι συνηχήσεις συνιστούν μια άκρως υποκειμενική και ανάλογη της οπτικής, ακουστική εμπειρία: είναι το αδιαπέραστο ηχητικό παραπέτασμα της μελαγχολίας που παραβιάζουμε ως θεατές.
Ό,τι εν τέλει κινηματογραφεί, ή μάλλον για την ακρίβεια και κατά κυριολεξία, ό,τι σκιαγραφεί ο σκηνοθέτης είναι μια μακρά και συναισθηματικά επίπονη διαδικασία πένθους που τελείται με φόντο τη νεότητα.
L'Enlèvement de Michel Houellebecq, Guillaume Nicloux
Ο Michel Houellebecq / Μισέλ Ουελμπέκ είναι ένας γνωστός γάλλος συγγραφέας , τιμημένος με το Βραβείο Γκονκούρ (2010). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν μεταφρασμένα στα ελληνικά (από τις εκδόσεις της Εστίας), κάποια μάλιστα απ’ αυτά έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο. Το 2011 ο Michel Houellebecq δεν παρουσιάστηκε στις προγραμματισμένες του δημόσιες εμφανίσεις και φήμες ότι απήχθη δημοσιεύθηκαν στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης. Όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίσθηκε ξανά δημόσια δεν έδωσε καμία εξήγηση και το γεγονός αυτό καλύφθηκε από ένα μυστήριο που ποτέ δεν διαλευκάνθηκε.
Ο Guillaume Nicloux παίρνει το γεγονός της υποτιθέμενης «απαγωγής» και το αναπλάθει: η πρώτη του ύλη και η σημαντικότερη όλων, είναι ίδιος ο Michel Houellebecq που υποδύεται τον εαυτό του. Και είναι ακριβώς αυτή η συμμετοχή του που ενισχύει την σκηνοθετική διαχείριση: η ταινία που ο Guillaume Nicloux γυρίζει μοιάζει ως μια ντοκιμαντερίστικης στο ύφος αναπαράσταση της απαγωγής.
Αν για κάτι ξεχωρίζει η ταινία είναι η ίδια η παρουσία του συγγραφέα που βρίσκεται συνεχώς στο κέντρο της εικόνας. Το γεγονός της συμμετοχής του σε γεγονότα που κατά τον τύπο είναι πολύ πιθανόν να συνέβησαν, αλλά και μικρές λεπτομέρειες στην υπόθεση της ταινίας που είναι έκφραση των εμμονών του -όπως η σχέση με την πόρνη-, κάνουν την ταινία καταρχάς να είναι ένα ανορθόδοξο «λογοτεχνικό» πορτραίτο. Αναμφίβολα είναι ο ναρκισσισμός που έχει ο σκηνοθέτης να διαχειριστεί, ωστόσο, την ίδια στιγμή που αυτός εκτίθεται, υπονομεύεται από τον ίδιο τον συγγραφέα με τις ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμού και μια συχνά ειρωνική σκηνοθετική οπτική. Επιπλέον των προηγουμένων είναι και η άκρως ενδιαφέρουσα αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στον διανοούμενο Michel Houellebecq και τους ταπεινής μόρφωσης απαγωγείς του. Υπεύθυνη για πάρα πολλές και απολαυστικότατες κωμικές στιγμές της αφήγησης, η αντίθεση αυτή ανάμεσα στο «χαμηλό» και το «υψηλό» δημιουργεί μια σύγκριση. Ακριβώς απόρροια αυτής είναι ότι υπερτονίζεται ό,τι εντέλει συνιστά την «αχίλλειο πτέρνα» της υψηλής κουλτούρας: δηλαδή ο ναρκισσισμό της.
Δημήτρης Μπάμπας