Certain Women, Kelly Reichard
Πέρα από το αυτονόητο -δηλαδή τη σχεδίαση των πορτρέτων τριών γυναικών που ζουν σε μια επαρχιακή κωμόπολη των ΗΠΑ -, η ταινία της ανεξάρτητης Αμερικανίδας Kelly Reichard είναι και ένας στοχασμός με τους τρόπους του Ιάπωνα Yasujirō Ozuγια τις αναταράξεις του βίου, τις επιθυμίες -ανεκπλήρωτες ή όχι...
Η πρώτη ύλη για το σενάριο της ταινίας υπήρξαν τα διηγήματα της Maile Meloy από τη συλλογή Both Ways Is the Only Way, και τόπος που διαδραματίζονται είναι μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη στη Μοντάνα, μια πολιτεία στα βορειοδυτικά των ΗΠΑ, τον χειμώνα. Τρία είναι τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας, και τις ιστορίες τους σε αυτόνομα, αλλά μεταξύ τους επικοινωνούντα μέρη, αφηγείται η σκηνοθέτις. Η πρώτη είναι η Laura (το ρόλο υποδύεται η Laura Dern) μια δικηγόρος που προσπαθεί να διαχειριστεί την υπόθεση ενός δύσκολου πελάτη της, του Fuller (στο ρόλο ο Jared Harris), που βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η κατάληξη της είναι ένα περιστατικό ομηρίας με πρωταγωνιστή τον πελάτή της που περιπλέκει τα πράγματα. Δεύτερη γυναίκα είναι η Gina (το ρόλο υποδύεται η Michelle Williams) που μαζί με το συζυγό της Ryan θέλουν να κτίσουν ένα εξοχικό μέσα στο δάσος. Ό,τι επιθυμεί περισσότερο η Gina είναι τα παλιά οικοδομικά υλικά που ο Albert ένας ηλικιωμένος έχει στην αυλή του. Και τέλος, το τρίτο μέρος έχει στο κέντρο την Jamie (Lily Gladstone) που φροντίζει τα άλογα σε μια φάρμα. Ζώντας μια μοναχική ζωή, θα παρακολουθήσει, κατά τύχη, σεμινάρια για εκπαιδευτικούς από μια νεαρή δικηγόρο τη Beth (στο ρόλο η Kristen Stewart). Η γνωριμία αυτή θα την αναστατώσει συναισθηματικά...
Η σκηνοθέτις αφηγείται με οικονομία και χωρίς δραματικές κορυφώσεις τις τρεις ιστορίες και την απόληξή τους, το coda τους: ό,τι παρακολουθούμε είναι τα γεγονότα, καμιά ψυχολογία. Το χειμωνιάτικο τοπίο, με τα γυμνά από φύλλα δένδρα του δάσους, το λευκό του χιονιού: υποβάλλουν ένα κλίμα και κυρίως τα συναισθήματα της μελαγχολίας. Χρωματίζοντας την ταινία με κάθε απόχρωση του καφέ και διαρκώς υπό τους ήχους του περιβάλλοντος -ο ήχος των τραίνων, των αυτοκινήτων, του χειμωνιάτικου ανέμου-, τα πρόσωπα αυτά ζουν τις καθημερινότητες τους. Είναι οι αναταραχές αλλά κυρίως οι αποήχοί τους, που ως ομόκεντροι κύκλοι στην επιφάνεια του νερού διαρκώς εξασθενίζουν, που παρακολουθούμε. Επιθυμίες ισχυρές, ή όχι και τόσο, εκπληρωμένες ή ανεκπλήρωτες, στο τέλος η κατάληξη είναι η ηρεμία και η γαλήνη. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το αχανές του τοπίου που περιβάλλει τα πρόσωπα....
Miles Ahead, Don Cheadle
Βιογραφική ταινία που εστιάζει με τρόπο ελεύθερο και χαλαρό, ως ένα κομμάτι τζαζ αυτοσχεδιασμού, σε μια δύσκολη περίοδο ενός μεγάλου μουσικού, του τρομπετίστα Miles Davis.
Τέλη της δεκαετίας του 70 και ο Miles Davis, διάγει μια μακρά περίοδο απουσίας από τη μουσικής σκηνή της τζαζ: εξαρτημένος από ναρκωτικά, κλεισμένος μέσα στο σπίτι και στούντιο ηχογραφήσεων του αρνείται να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο . Έχει ήδη καθιερωθεί με άλμπουμ εμβληματικά της μουσικής: Kind of Blue (1959), Someday My Prince Will Come (1961), Bitches Brew (1970). Ένας δημοσιογράφος του περιοδικού Rolling Stone (το ρόλο υποδύεται ο Ewan McGregor) τον προσεγγίζει αναζητώντας απαντήσεις στο μυστήριο της εξαφάνισης του. Παράλληλα, ένας παραγωγός της δισκογραφικής εταιρείας τού κλέβει τις ηχογραφήσεις από το επόμενο άλμπουμ του. Ο Miles Davis ζει μέσα στο χάος των ναρκωτικών, των σεξουαλικών εξαρτήσεων και των παραισθήσεων , αντιμέτωπος με τις αναμνήσεις του (και τα λάθη του) και καλείται να βρει μια ισορροπία στη ζωή του…
Ακολουθώντας μια μη γραμμική αφήγηση, γεμάτη με χρονικά πρωθύστερα (φλάσμπακ), ο σκηνοθέτης (και πρωταγωνιστής) αναπτύσσει δύο κυρίως αφηγηματικές γραμμές. Η πρώτη αφορά το παρελθόν της σχέσης του Miles Davis με την σύζυγό του Frances Taylor (στο ρόλο η Emayatzy Corinealdi) και τις εποχές της ακμής, όταν μεσουρανούσε στο μουσικό στερέωμα. Ενώ, η δεύτερη αφορά το τώρα –δηλαδή τα τέλη της δεκαετίας του 70- και τις περιπέτειες του. Εναλλάσσοντας διαρκώς τις αφηγηματικές γραμμές, ο σκηνοθέτης δίνει το απαραίτητο ψυχολογικό υπόβαθρο για να γίνει κατανοητή η αυτο-απομόνωση του ήρωα.
Όμως πέρα από τα προηγούμενα που εκφράζουν μια μη-τυπική σκηνοθετική διάθεση ως προς τη αφήγηση ενός βιογραφικού φιλμ, ό,τι έχει επιπλέον σημασία είναι η παρουσία του Miles Davis ως ενός ήρωα ενός αστυνομικού θρίλερ, όπου τα αρχέτυπα από τις γκανγκστερικές ταινίες ή τα film noir είναι παρόντα. Ελεύθερος από τις δεσμεύσεις της πιστότητας και της ακρίβειας, ο σκηνοθέτης τοποθετεί τον ήρωα στο κέντρο παραισθήσεων όπου κυριαρχούνται από τις κινηματογραφικές αναφορές.
Και είναι ακριβώς αυτή, η απροσδόκητη τροπή που παίρνει η αφήγηση, που κάνει την ταινία να δείχνει ως μια «πειραγμένη» εκδοχή μιας βιογραφικής (…ή γκανγκστερικής, αν θέλετε) ταινίας.
Gimme Danger, Jim Jarmusch
Καταγραφή της καλλιτεχνικής διαδρομής και της παρουσίας μιας σημαντικής επιδραστικής μπάντας –των Iggy Pop & The Stooges -, η ταινία του Jim Jarmusch είναι επιπλέον και μια όχι και τόσο νοσταλγική επιστροφή στο χθες: στα χρόνια της νεότητας και αθωότητας της ροκ μουσικής.
Με κεντρικό άξονα το λόγο και τις αναμνήσεις του Iggy Pop –πραγματικό όνομα James Osterberg -, ο σκηνοθέτης με τρόπους συμβατικούς, εστιάζει στη δημιουργική παρουσία των Iggy Pop & The Stooges, τις επιρροές που δέχτηκαν, τις επιδράσεις που άσκησαν, στη θέση τους εντέλει μέσα στην ροκ κουλτούρα. Με επιπλέον υλικό το λόγο και τις αναμνήσεις των άλλων μελών του συγκροτήματος -με την χρήση talking head -, σκηνών animation που εικονογραφούν κάποια ιδιαίτερα στιγμιότυπα, αλλά και το απαραίτητο υλικό αρχείου από τις εμφανίσεις (και όχι μόνο) του συγκροτήματος, το ντοκιμαντέρ διατρέχει όλο το χρόνο. Συνοδευτικά ένα ευρύ φάσμα αναφορών στην ποπ κουλτούρα, ορίζουν το πλαίσιο και τις συνθήκες της παρουσίας: Lucille Ball, Yul Brynner, John Wayne, και φυσικά οι κωμικοί The Three Stooges που έδωσαν το όνομα στο γκρουπ.
Αφετηρία είναι τα χρόνια των εφηβικών αναζητήσεων στην επαρχιακή πόλη Ann Arbor, και κατάληξη η στιγμή της θεσμικής τους καταξίωσης με την είσοδό τους στο Rock and Roll Hall of Fame: ό,τι υπάρχει ενδιάμεσα είναι η ιστορία του ροκ –η «λαμπρή» δεκαετία του 60, της οποίας οι Stooges υπήρξαν αποσυνάγωγοι, τα χρόνια της παρακμής της δεκαετίας του 70, η αναζωογόνηση του πανκ, η καταξίωση. Και φυσικά οι προσωπικές ιστορίες των μελών του συγκροτήματος: οι εξαρτήσεις από τα ναρκωτικά και τα προβλήματα τους, οι αλλαγές στους προσανατολισμούς κα οι ιδιωτεύσεις, οι αναταράξεις μιας ροκ καριέρας, οι απουσίες...
«Η μουσική είναι ζωή και η ζωή δεν είναι business»: η φράση που ακούγεται από τον συμπυκνώνει τις προθέσεις και προδιαγράφει την κατάληξη. Οι Stooges ποτέ δεν έγινε ένα τυπικό ροκ γκρουπ, και ποτέ δεν εξαργύρωσαν, στο βαθμό που έκαναν άλλα συγκροτήματα, την καλλιτεχνική τους παρουσία.
Ό,τι δίνει δύναμη στο ντοκιμαντέρ δεν είναι ασφαλώς η συμβατικότητα της σκηνοθετικής γραμμής, αλλά η ακατέργαστη δύναμη που ακόμα κάποιος μπορεί να διακρίνει στην παρουσία κυρίως του Iggy Pop. I Wanna Be Your Dog, No Fun, Search and Destroy,Raw Power: Αυτά τα εμβληματικά μιας εποχής και μιας στάσης τραγούδια, δεν είναι μόνο απόδειξη μιας πάντα επίκαιρης μινιμαλιστικής στάσης απέναντι στη ροκ μουσική –και κατά αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με το μινιμαλισμό που χαρακτηρίζει τη σκηνοθετική διαδρομή του Jim Jarmusch. Είναι αυτά τα τραγούδια η υπόκρουση της σκηνικής παρουσίας ενός εξαιρετικού περφόρμερ: του Iggy Pop. Στις σκηνικές του παρουσίες –από υλικό αρχείου-, αλλά και στις ρυτίδες του αναγνωρίζουμε τα σημάδια ενός αληθινού πάθους. Στο λιπόσαρκο, ημίγυμνο, νευρώδες ανδρικό σώμα, στο τρόπο που η κίνηση του συνόδευε τη ακατέργαστη φωνητική ερμηνεία του αναγνωρίζουμε κάτι πέρα από το ροκ και τις μυθολογίες του. Αναγνωρίζουμε τη χορευτική έκφραση ενός αποσυναγώγου, κάποιου που έχει ενσωματώσει την πίεση και υποφέρει, για να εξεγερθεί εντέλει με το σώμα του.
Και αυτό είναι σίγουρα μια ροκ στάση ζωής…
Short Stay, Ted Fendt
Πορτραίτο ενός χαρακτήρα που ζει μια ζωή νεανική (και ελάχιστα “ηρωική”) στους δρόμους. Η ιδιαιτερότητα αυτού του ήρωα είναι ότι απέχει απ’ όλα τα πρότυπα νεανικών ηρώων που έχουμε δει στο σινεμά: είναι ελάχιστα γοητευτικός και ελάχιστα συμπαθητικός -καμία φωτογένεια. Τουλάχιστον όταν ξεκινά η ταινία.
Ο Mike (στο ρόλο ο Mike MacCherone), είναι λίγο πριν τα 30. Δουλεύει σε πιτσαρία. Κάνει delivery. Μένει μόνος του σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στο New Jersey. Χωρίς συναναστροφές, χωρίς φίλη, χωρίς σπίτι, χωρίς κανονική δουλειά. Λίγο απροσάρμοστος, λίγο μίζερος, λίγο αδέξιος και λίγο αποτυχημένος, λίγο χύμα: ο ήρωας ζει μια βαρετή νεανική ζωή. Επισκέπτεται την μητέρα του. Συναντά μια φίλη και συζητούν περί κατοικίδιων. Συναντά φίλους. Πάει σε πάρτι. Και προσπαθεί να αλλάξει τη ζωή του. Υπενοικιάζει ένα διαμέρισμα στη Φιλαδέλφεια και δουλεύει ως ξεναγός στο δρόμο. Βγαίνει ραντεβού (... και δεν τα πάει καλά) και συνεχίζει. Μέχρι που αυτή η σύντομη διαμονή του στη μεγάλη πόλη (short stay) εξαιτίας της επιστροφή του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος φτάνει στο τέλος της. Όμως ο ήρωας επιμένει μέχρι το τέλος....
Οι σχέσεις, οι συναναστροφές, τα φλερτ. Μια νεανική ζωή πορτραίτα ενός χαρακτήρα κωμικό-τραγικού, που ζει μια ζωή σχεδόν στα όρια. Γυρισμένη με φιλμ -16mm και μεγεθυνόμενο στα 35mm- η ταινία χαρακτηρίζεται από τη χειροποίητη διάθεση και την ντοκουμαντερίστικη αισθητική της. Η συσσώρευση όλων αυτών των ασήμαντων και χωρίς δραματουργική επεξεργασία επεισοδίων, κατατείνει σε κάτι σημαντικό: στην ταύτιση του θεατή με αυτόν τον loser ήρωα. Στην συμπάθεια.
Είναι η επιμονή και η αφέλεια του που τον καθιστούν συμπαθή.
Δημήτρης Μπάμπας