του Robert Ito /The New York Times
Η ηρωίδα του φιλμ «A Girl Walks Home Alone at Night» δεν είναι το τυπικό χολιγουντιανό βαμπίρ. Πρώτα πρώτα, είναι Ιρανή και περιφέρεται μέσα στη νύχτα για να κυνηγήσει τη λεία της φορώντας τσαντόρ. Λατρεύει τη ροκ μουσική και έχει δει ζωντανούς τον Ελβις Πρίσλεϊ και τους Μπλακ Σάμπαθ.
Η ταινία εκτυλίσσεται σε μια μικρή πετρελαιοπαραγωγό πόλη στο Ιράν, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν δύο πόλεων της Καλιφόρνιας: του Λος Αντζελες, όπου σπούδασε κινηματογράφο η ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτριά του, η Ανα Λίλι Αμιρπούρ, και του Μπέικερσφιλντ, όπου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια βλέποντας ταινίες και διαβάζοντας βιβλία της Αν Ράις. Για την ιρανική πόλη, την Bad City της ταινίας, η Αμιρπούρ διάλεξε το Ταφτ, μια μικρή κοινότητα 35 μίλια νοτιοδυτικά του Μπέικερσφιλντ.
«Το Μπέικερσφιλντ ήταν σαν σκηνικό του "Footloose", με πολλές μεξικάνικες συμμορίες» λέει. «Κάθε Σαββατοκύριακο υποχρέωνα τον μπαμπά μου να μου νοικιάσει τέσσερις-πέντε ταινίες τρόμου. Εβλεπα το "Faces of Death" όταν ήμουν δέκα ετών».
Σ’ ένα καφέ κοντά στο σπίτι της στο Λος Αντζελες, η νεαρή σκηνοθέτρια μας μίλησε πρόσφατα για το «Girl», την πρώτη ταινία της μεγάλου μήκους, η οποία πήρε πολύ θερμές κριτικές μετά την πρεμιέρα της στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σάντανς (όταν προβλήθηκε στο τμήμα «Νέοι σκηνοθέτες», ο κριτικός των Νιου Γιορκ Τάιμς Α.Ο. Σκοτ έγραψε ότι έχει «κάτι από την κουλ ανεμελιά του Τζιμ Τζάρμους» και «έναν αφοπλιστικά αθώο περιθωριακό ρομαντισμό»).
Λεπτοκαμωμένη, με κοντοκουρεμένα μαλλιά και μεγάλα καστανά μάτια, η κινηματογραφίστρια δεν διαφέρει πολύ από το ερωτοχτυπημένο βαμπίρ της ταινίας της. Ενθουσιώδης σκέιτερ από μικρή, έκανε την κασκαντέρ στις σκηνές με σκέιτμπορντ του φιλμ. «Σκεφτόμουν πως ήθελα να γίνω βαμπίρ από τα 13 μου», λέει.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Σίλα Βαντ («Argo») στον ρόλο του «κοριτσιού», ενός όμορφου θηλυκού βαμπίρ που έχει βαρεθεί την «αιώνια» ζωή του μέχρι τη στιγμή που ερωτεύεται ένα εξίσου ελκυστικό αγόρι (Αράς Μαραντί). Οταν δεν την απασχολεί το αβέβαιο μέλλον με τον θνητό αγαπημένο της, απαλλάσσει την πόλη από διάφορους αχρείους και ενοχλητικούς τύπους. «Τα βαμπίρ είναι πολύ μοναχικά, κι αυτή η μοναξιά τους είναι τόσο ρομαντική!» λέει η Αμιρπούρ. «Υπάρχει και όλη αυτή η ενοχή, που είναι σαν αφροδισιακό. Ολα γίνονται καλύτερα με μια μικρή δόση ενοχής».
Η ιδέα για το φιλμ ήρθε στην Αμιρπούρ όταν, έτσι αυθόρμητα, φόρεσε ένα τσαντόρ στο σετ μιας άλλης ταινίας. «Αμέσως σκέφτηκα “Α, τώρα είμαι μια Ιρανή βαμπίρ!”», λέει. Οραματίστηκε τη στιγμή εκείνη ένα ασπρόμαυρο φιλμάκι χωρίς διαλόγους και με στοιχειώδη πλοκή: Μια νεαρή Ιρανή γυρίζει μόνη της στο σπίτι μέσα στη νύχτα. Ενας σκοτεινός άντρας αρχίζει να την ακολουθεί και την παρασύρει σ’ ένα κτίριο, όπου εκείνη τον σκοτώνει.
Από αυτό το ισχνό σκιαγράφημα βγήκε μια ιστορία κατοικημένη από ρομαντικούς εραστές και κυνικούς μαστροπούς, εξαθλιωμένους ναρκομανείς και ανέμελα κορίτσια, με σάουντρακ που το φάσμα του απλώνεται από τους ρόκερ Radio Tehran μέχρι τους White Lies, το αγγλικό post-punk συγκρότημα.
Ως τόπος για να πραγματοποιηθεί αυτό που αποκλήθηκε «περσικό γουέστερν με βαμπίρ», το Λος Αντζελες είναι ιδεώδες, καθώς είναι η πόλη που φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό Ιρανών που ζουν εκτός Ιράν, καθώς και μια πλειάδα Ιρανο-Αμερικανών ηθοποιών. Η Αμιρπούρ είχε τραβήξει την προσοχή τους ήδη από το 2007, όταν βραβεύτηκε ένα σενάριο που είχε γράψει για εφήβους που ζουν στο Ιράν. «Ολοι οι Ιρανοί ηθοποιοί βγήκαν από την κρυψώνα τους όταν άκουσαν γι’ αυτό το σενάριο» λέει, «γιατί δεν θέλουν πια να παίζουν σε φιλμ τύπου “Τρομοκράτης 1” και “Τρομοκράτης 2” ή το “24”».
Τότε περίπου ήταν που γνώρισε τον γεννημένο στην Τεχεράνη ηθοποιό Ντόμινικ Ρέινς, ο οποίος παίζει στην ταινία τον μαστροπό με τα τατουάζ, καθώς και τη Μοζάν Μάρνο, η οποία είχε πρωταγωνιστήσει στη βραβευμένη ταινία «Ο λιθοβολισμός της Σοράγια Μ.». Γνώρισε επίσης τη Σίλα Βαντ (Ιρανο-Αμερικανίδα κι αυτή), για την οποία έγραψε τον κεντρικό ρόλο. Το γεγονός ότι εξασφάλισε ηθοποιούς ιρανικής καταγωγής ήταν πολύ σημαντικό για τη σκηνοθέτρια, καθώς η επιθυμία της ήταν να γυρίσει την ταινία στην περσική γλώσσα.
Στα φαρσί
Ο Ελάια Γουντ, ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, είπε πως είναι αισιόδοξος για την υποδοχή που θα έχει από το κοινό, παρότι έχει παραβεί πολλά από τα «μη» του Χόλιγουντ. «Είναι ασπρόμαυρη, μιλάει περσικά, είναι θρίλερ χωρίς να δίνει έμφαση στα στοιχεία τρόμου. Πιστεύω όμως ότι ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που την κάνουν ιδιαίτερα ελκυστική».
«Ξέρω πως στην αρχή υπήρχαν πολλοί επενδυτές που προσπάθησαν να πείσουν την Ανα Λίλι να γυρίσει την ταινία στα αγγλικά, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη: έπρεπε να γυριστεί στα φαρσί, στα περσικά», είπε η Σίλα Βαντ. Για την Αμιρπούρ (φωτ.), η οποία μεγάλωσε νιώθοντας «πολύ Ιρανή» στο σπίτι της, αλλά πολύ λιγότερο οπουδήποτε αλλού, η ευκαιρία να δημιουργήσει τη δική της εκδοχή του Ιράν λίγα χιλιόμετρα από το μέρος όπου μεγάλωσε ήταν καλοδεχούμενη. «Πήγα τελικά στο Ιράν, αλλά δεν ήταν καθόλου οικείο για μένα» είπε. «Είναι παράξενο, γιατί η Σίλα κι εγώ συζητούσαμε για το πώς, μ’ αυτή την ταινία, θα δημιουργούσαμε τον δικό μας τόπο, που θα ήταν τόσο ιρανικός όσο είμαστε κι εμείς, δηλαδή ένα κράμα πολλών διαφορετικών πραγμάτων».
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 30.11.2014 )