Υποθέτω ότι, όπως ο περισσότερος κόσμος, πηγαίνετε στο σινεμά για να διασκεδάσετε. Μπορεί να διαλέξετε μια ταινία δράσης, με μπόλικα ειδικά εφέ, ή ένα σκοτεινό θρίλερ που θα σας κρατήσει σε αγωνία για ένα δίωρο. Αυτές τις μέρες, πιθανόν να διαλέξετε το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε»/ Gone Girl (David Fincher), αυτό το πολυσυζητημένο φιλμ μυστηρίου για την περιπετειώδη αναζήτηση μιας γυναίκας ονόματι Εϊμι Ντιουν. Η Ρόζαμουντ Πάικ παίζει το «κορίτσι» του τίτλου –στην πραγματικότητα μια τριαντάρα παντρεμένη– που εξαφανίστηκε από το μεσοαστικό σπίτι της στο Μιζούρι αφήνοντας πίσω της σημάδια πάλης.
Η Ρόζαμουντ Πάικ είναι Αγγλίδα, και αναρωτιέμαι εάν εκείνη ή ο συμπρωταγωνιστής της, Μπεν Αφλεκ, έχει τύχει να διαβάσουν μια εντυπωσιακή έρευνα που δημοσιεύτηκε πέρυσι στη Βρετανία από τον τότε γενικό εισαγγελέα Κιρ Στάρμερ. Μπαίνω στον πειρασμό να στείλω ένα αντίγραφο σε αμφοτέρους. Στον Αφλεκ ιδιαίτερα, με τις κεντροαριστερές πολιτικές ιδέες του: σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο «Argo», μια ταινία στην οποία ήθελε τόσο πολύ να φανεί αντικειμενικός, που την άρχισε με ένα συνοπτικό χρονικό των αμερικανο-ιρανικών σχέσεων.
Για τον Αφλεκ –ο οποίος στο «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» υποδύεται τον Νικ Ντιουν, τον σύζυγο– θα ήταν αδιανόητο να ισχυριστεί πως οι ΗΠΑ έπαιξαν καθαρό παιχνίδι σε περιστάσεις όπως η ιστορική υποστήριξή τους στον σάχη του Ιράν, όμως η ανακύκλωση των πιο άθλιων μύθων για την ενδοοικογενειακή βία αποτελεί, προφανώς, άλλο θέμα.
Δεν θέλω να χαλάσω το σασπένς για όποιον δεν έχει δει την ταινία, αλλά ένα από τα βασικά της θέματα είναι η ιδέα πως είναι πολύ εύκολο να κάνεις ψευδείς καταγγελίες για βιασμό και ενδοοικογενειακή βία και να τη «βγάλεις» καθαρή. Οι χαρακτήρες του φιλμ ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου η άμεση ανταπόκριση σε μια γυναίκα που λέει ότι υπέστη επίθεση είναι η επίδειξη ιπποτικού ενδιαφέροντος. Πείτε το αυτό στα θύματα, εδώ ή στις ΗΠΑ, που είδαν τις καταγγελίες τους να απορρίπτονται από δύσπιστους αστυνομικούς.
Ας γυρίσουμε λοιπόν σ’ εκείνη την έρευνα και στα όσα λέει για τις ψευδείς καταγγελίες βιασμού και ενδοοικογενειακής βίας. Ο Κιρ Στάρμερ τις περιέγραψε ως «εξαιρετικά σπάνιες», προσθέτοντας ότι «τα τελευταία χρόνια έχουμε εργαστεί πολύ σκληρά για να διαλύσουμε τους βλαπτικούς μύθους και τα στερεότυπα που σχετίζονται με αυτές τις υποθέσεις». Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί: Σε μια περίοδο 17 μηνών, στη Βρετανία, ασκήθηκαν 5.651 διώξεις για βιασμό και 111.891 για ενδοοικογενειακή βία. Στο ίδιο διάστημα, μόνο 35 γυναίκες υπέστησαν δίωξη για ψευδή καταγγελία βιασμού και έξι για ψευδή καταγγελία κακοποίησης. Το συμπέρασμα είναι ολοφάνερο.
Γνωρίζω ότι το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» είναι μυθοπλασία. Το μυθιστόρημα της Τζίλιαν Φλιν είναι έξυπνα γραμμένο –το φιλμ είναι χοντροκομμένο σε σύγκριση–, αλλά αμφότερα στηρίζονται σε ένα «κόλπο» της πλοκής. Αν το αντιληφθείς εξαρχής, η αγωνία εξατμίζεται. Και είναι ένα «κόλπο» που το χαρακτηρίζει ακραίος μισογυνισμός.
Οταν άρχισα να γράφω αστυνομική λογοτεχνία, είχα επίγνωση ότι το είδος αυτό είναι γεμάτο στερεότυπα. Ιδίως οι γυναικείοι χαρακτήρες, που φαίνονταν να ανήκουν σε άλλη εποχή. Εδωσα λοιπόν στην πρωταγωνίστριά μου μια κανονική δουλειά και ισχυρές πολιτικές απόψεις. Και άλλοι συγγραφείς έχουν κάνει το ίδιο, δημιουργώντας ηρωίδες που δεν είναι πάντα αξιοθαύμαστες, όμως φέρονται σαν πραγματικές γυναίκες. Το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» κάνει το αντίθετο: βασίζεται σε στερεότυπες, εκτός πραγματικότητας απόψεις για τη συμπεριφορά των κακοποιημένων γυναικών και υπονομεύει την αξιοπιστία των θυμάτων.
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 12.10.2014)