του Μιχάλη Τσιντσίνη

​​b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_giorgos-lanthimos.jpg

Ο Λάνθιμος δεν έχει ανάγκη από Λανθιμικούς. Δεν έχει ανάγκη από εκείνους που αισθάνονται καθήκον τους να τον υποστηρίξουν, σαν να τον είχαμε στείλει στις Κάννες για να μας φέρει απόψε την «κούπα» – ένα εθνικό τρόπαιο. Η κουβέντα που άναψε για το αν η τελευταία του ταινία αξίζει ή δεν αξίζει τις χολερικές κριτικές, για το αν είναι ή δεν είναι εθνικώς κομπλεξικό να τρολάρει κανείς την υποψηφιότητά του για τον Χρυσό Φοίνικα, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εκτός θέματος. Το θέμα της είναι ένας σκηνοθέτης του οποίου το μόνο ελληνικό χαρακτηριστικό είναι μάλλον το διαβατήριο.
Οι ταινίες του Λάνθιμου δεν ήταν ελληνικές, ακόμη και όταν τις γύριζε στην Ελλάδα, ακόμη και όταν «μιλούσαν» ελληνικά. Τίποτε δεν στοιχειοθετούσε την ένταξή τους στα εθνικά συμφραζόμενα – ούτε τα σενάριά τους, που είχαν ανιστορικό περιεχόμενο· ούτε οι εικόνες· ούτε καν η γλώσσα, που μιλιόταν από πρωταγωνιστές σκηνοθετημένους να την εκφέρουν αυστηρά χωρίς χρώμα, σε «ύφος» GPS: «Σε δέκα μέτρα στρίψτε δεξιά».
Αυτό το ιδίωμα αιφνιδίασε, βέβαια, μεγάλο μέρος της εγχώριας κριτικής – στρατευμένης και αστράτευτης. Για τους στρατευμένους ο Λάνθιμος παραήταν αδογμάτιστος και μεταμοντέρνος. Για τους αστράτευτους παραήταν ντόπιος –δηλαδή εξ ορισμού επαρχιώτης– για να μπορεί να είναι αυθεντικά μεταμοντέρνος.
Ούτε όμως η ξένη κριτική, που γρήγορα ξεχώρισε τον Λάνθιμο, μπόρεσε να τον κατατάξει. Ο ορισμός του «Greek Weird», που του απονεμήθηκε, είναι μη ορισμός. Μαρτυρεί περισσότερο αμηχανία, παρά δυνατότητα ταξινόμησης. Ληξιαρχικά κατέγραφε την καταγωγή του σκηνοθέτη, αλλά καλλιτεχνικά τον άφηνε ανεξήγητο. Τι ήταν αυτό που έβλεπαν; Ηταν σίγουρα αλλόκοτο.
Το πιο αλλόκοτο στον Λάνθιμο –και στον σεναριογράφο του, τον Φιλίππου– είναι ίσως ο τρόπος που απαλλάσσει το συναίσθημα από τον συναισθηματισμό και το στρέφει στον θεατή σαν γυμνό καλώδιο. Είναι όντως παράξενο για ένα δημιουργό, ο οποίος προέρχεται από μια κουλτούρα που κολυμπάει στον συναισθηματισμό, όπως κολυμπάει στο λάδι.
Οι ήρωες του Λάνθιμου σαρκάζουν χωρίς γέλιο. Σπαράζουν χωρίς πόνο. Είναι όπως το λέει εκείνο το τραγούδι του Αττίκ, που ακουγόταν στον «Αστακό»: Από μέσα πεθαμένοι, και απ’ όξω ζωντανοί.
Πώς να μη φρικάρουν οι θυρωροί της σινε-παράγκας; Αν πρέπει οπωσδήποτε να βρουν στον Λάνθιμο κάτι πολιτικό, αν πρέπει κάπως να τον προσαρμόσουν στα σχήματά τους, ας ξαναδούν τον «Κυνόδοντα». Ας τον ξαναδούν για να προσέξουν πώς ο οικιακός ολοκληρωτισμός του πατέρα–δικτάτορα καταστρώνει τη δική του γλώσσα. Η δερμάτινη πολυθρόνα ονομάζεται «θάλασσα». Το πάτωμα ονομάζεται «εκδρομή». «Πληκτρολόγιο» δεν είναι το πληκτρολόγιο. Θα τους φανεί οικείο: Οι λέξεις επιστρατεύονται ως αντίμετρα στα πράγματα.

(δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 28 Μαΐου 2017)