Γιατί δεν είδαμε ποτέ μέχρι σήμερα στην Ευρώπη, τις ταινίες του Εντ Γούντ / Ed Wood; Επειδή είχε τη φήμη του “χειρότερου σκηνοθέτη του κόσμου” ή επειδή εργαζόταν σε κινηματογραφικές παραγωγές -τις ταινίες τύπου Ζ-οι οποίες ποτέ δεν γνώρισαν την εύνοια του Τύπου; Είναι αλήθεια πως τέσσερις από τις ταινίες του -οι “Glen or Glenda”, “Jailbait”, “The violent years”, “The sinister urge”, ταινίες σκηνοθετημένες από το 1953 έως το 1960- περιλαμβάνουν από μόνες τους τόσες απιθανότητες, λανθασμένα ρακόρ και ασυνάρτητους διαλόγους που ολόκληρη η καριέρα ενός μέσου σκηνοθέτη ανάλογων ταινιών δεν θα μπορούσε να περιέχει. Από την άλλη πλευρά, δεν θα θεωρούσαμε τον Εντουαρντ Γουντ δημιουργό, καθώς το έργο του χαρακτηρίζεται από την ουσιαστική, τη θεμελιώδη ανισότητα ενός καλλιτέχνη υποταγμένη στην παντοδυναμία σκόρπιων πλάνων. Αλλά ούτε και το να διασκεδάζουμε με τις λανθασμένες επιλογές και τα σφάλματα του έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Άλλωστε η απαρίθμηση, σύμφωνα με το Πρεβέρ, στην οποία βολευόμαστε αμαχητί, δεν προκαλεί ευχαρίστηση παρά μόνο στους λεπτολόγους καθηγητές των γαλλικών που μουτζουρώνουν με κόκκινο μελάνι τα τετράδια ορθογραφίας των αδύνατων μαθητών.....
Κι αν ακόμη αυτά τα λάθη είναι σοβαρά, αυτό ίσως συμβαίνει επειδή ο Έντουαρντ Γουντ δεν ενδιαφερόταν αρκετά για την τεχνική του σινεμά. Εκείνο που μένει από τις ταινίες του είναι μια “υπόγεια”ματιά και δεν θα ήταν απαγορευτικό να τις αντιμετωπίσουμε συνολικά για να ξεχωρίσουμε κάποιες στιγμές κινηματογραφοφιλικής παρέκκλισης. Όμως ακόμη και μια τέτοια προσέγγιση γρήγορα εξαντλείται.
Μια πρόταση ανάγνωσης των ταινιών του Έντ Γουντ
Λοιπόν, πώς να εξετάσουμε τις τέσσερις ταινίες του; Δίχως αμφιβολία η πιθανότερη επιλογή είναι να τις “βάλουμε στο τραπέζι” και να τις κρίνουμε κατά αποσπάσματα. Με αυτή τη μέθοδο ο Έντ Γουντ δεν παρουσιάζεται σ’ εμάς σαν δημιουργός ούτε σαν ανθρώπινο λάθος ή σαν καταραμένο αξιοπερίεργο ον, αλλά ως ένας σκηνοθέτης προνομιούχων στιγμών. Αυτή η ετερογένεια του κάθε πλάνου σημαδεύει τις ταινίες του και οδηγεί στα λανθασμένα ρακόρ στις γκάφες με τα σκηνικά, στην αδυναμία σκηνοθεσίας των ηθοποιών. Ο Έντ Γουντ, εξαιτίας αυτής της γενικής σχιζοφρένειας των πλάνων του, μοιάζει καταδικασμένος στην πίστη της απόλυτης δύναμης του σινεμά -ο ρόλος του σκηνοθέτη αναδεικνύεται σε καθοριστικό βαθμό ως ο μοναδικός κατορθωτός, δεσμός μεταξύ στοιχείων τα οποία, ολοφάνερα, είναι ασύνδετα.
Σε ταινίες του, διάρκειας εβδομήντα ή και ογδόντα λεπτών, περιέχεται ένα τέταρτο από stock -shot (αποσπάσματα ταινιών από τις κινηματογραφικά αρχεία). Το “Glen or Glenda”περιέχει πλάνα αγριεμένων βισώνων, ζευγάρια σε κρεβάτια, σκηνές από χειρουργικές επεμβάσεις. Βρίσκονται εκεί, διάσπαρτα στην ταινία, ντοκουμέντα από όπου μπορεί να φανταστεί κανείς για να ικανοποιήσουν την περιέργεια του κοινού των ντράιβ-ιν.
Ένα πλάνο από το “Glen or Glenda”
Στη μοναδική άποψη σύμφωνα με την οποία πρέπει να συγκρατούνται ενωμένα απολύτως ετερογενή στοιχεία, εκεί συναντούμε τον Έντουαρντ Γουντ. Ο ίδιο, ποτέ δεν κυριαρχεί στην αδιέξοδη αφήγηση των ταινιών του, αλλά πάντα παίρνει τη θέση του μικρότερου δυνατού συνεκτικού δεσμού. Σε αυτή την ακραία απλότητα ενυπάρχει η συγκίνηση της παθιασμένης πίστης του, μιας πίστης ενταγμένης, στην κινηματογράφηση του ενός πλάνου, ένας μινιμαλισμός, ο οποίος συχνά προάγει τις ταινίες του σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά της απλά “παράξενης” κινηματογράφησης.
Έτσι, στο “Glen or Gienda”, όταν σ’ ένα σταθερό πλάνο διάρκειας αρκετών λεπτών ο Εντ Γουντ μας δείχνει ένα μεταξωτό γυναικείο φόρεμα που ο ήρωας επιθυμεί να φορέσει και ακούγεται η φωνή του ίδιου το σκηνοθέτη, αρχικά αδιάφορη, στη συνέχεια πομπώδης και αργότερα παραπονετική, σταδιακά αφήνει να εννοηθεί το αίσθημα της ευχαρίστησης που του προκαλεί αυτό το αντικείμενο. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο η ευχαρίστηση και ένα σταθερό, σχεδόν άδειο πλάνο, κι όμως συγχωνευμένο το συγκεκριμένο αίσθημα στην εικόνα του γυναικείου φορέματος προσδίδει σ’ αυτή τη στιγμή του σινεμά μια θλιβερή ανθρωπιά. Σίγουρα, εντός αυτής της θλίψης κείται η συγκίνηση.
(αποσπάσματα από το άρθρο L' étrange Monsieur Ed Wood του Antoine de Baecque που δημοσιεύτηκε στα Cahiers du cinéma n° 487, janvier 1995. Απόδοση από τα γαλλικά Νίκος Καλτσάς. Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 8 Οκτωβρίου 1995)