Ο θησαυρός του «Cinema Comunisto»
του Απόστολου Φωτιάδη
Το «Cinema Comunisto» προβλήθηκε στη Λαΐδα, στο πλαίσιο του φεστιβάλ σερβικού κινηματογράφου πριν από μερικές μέρες. Το παρακολούθησαν μερικοί μόνο τυχεροί θεατές την προηγούμενη Παρασκευή βράδυ. Και φεύγοντας είχαν στα πρόσωπα την έκφραση αυτού που μόλις ανακάλυψε έναν μικρό θησαυρό. Αυτό σκέφτεσαι με το που πέφτουν οι τίτλοι τέλους, πως μόλις ανακάλυψες έναν μικρό θησαυρό.
Το «Cinema Comunisto» θα μπορούσε απλώς να είναι η ιστορία του κινηματογράφου της Γιουγκοσλαβίας και το πώς τον αξιοποίησε για τους πολιτικούς σκοπούς του ο στρατάρχης Τίτο. Είναι όμως και θραύσματα εικόνων και σκέψεων από την ιστορία των ανθρώπων της και του μύθου της. Ψάχνοντας ακόμη πιο βαθιά είναι μια αναφορά, χωρίς να αναφέρεται πουθενά στη διάρκεια του φιλμ, στην εμπειρία της απώλειας και της ψυχικής οδύνης των ανθρώπων που είδαν αυτήν τη χώρα να εξαφανίζεται μέσα σε μερικά χρόνια. Το βλέπει κανείς αυτό στη έκφραση του Λέκα Κοσταντίνοβιτς, προσωπικού υπευθύνου προβολής του Τίτο και από τους βασικούς πρωταγωνιστές στο ντοκιμαντέρ, στο ερειπωμένο σπίτι του στρατάρχη έπειτα από 20 χρόνια.
Στα χρόνια που δούλεψε γι’ αυτόν, ο Λέκα αναζητούσε καθημερινά καινούργια φιλμ, τα οποία ο Τίτο έβλεπε στο τέλος της ημέρας, ακόμα και εάν αυτή ήταν εντελώς εξουθενωτική. «Κάποτε αναρωτήθηκα ποτέ κοιμάται αυτός ο άνθρωπος», λέει ο ίδιος, αναπολώντας τις χιλιάδες προβολές που προετοίμασε. Μέσα από τη διήγηση του Λέκα, ανακαλύπτει κανείς την παθιασμένη σχέση του Τίτο με τον κινηματογράφο. Ο στρατάρχης επέβλεπε προσωπικά το σενάριο και την προετοιμασία πολλών ταινιών που αφορούσαν την ιστορία των παρτιζάνων και του ίδιου, γνωρίζοντας τη σημασία που είχε το πώς θα φανούν στην οθόνη. Ήθελε το Βελιγράδι να γίνει ένα από τα κέντρα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου κινηματογράφου.
«Αρχικά η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί μια κινηματογραφική πόλη στην Αβαλα, η Αβαλα Φιλμ», ένα λόφο του Βελιγραδίου, «όπου εφτά κινηματογραφικά στούντιο θα παρήγαν αμέτρητες ταινίες κάθε χρόνο», εξηγεί ο Ντράγαν Πεσικάν, παραγωγός του ντοκιμαντέρ, που βρέθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της προβολής. «Η έμπνευση υλοποιήθηκε εν μέρει, ένα ολοκληρώθηκε και ακόμη ένα έμεινε ημιτελές. Οι εγκαταστάσεις λειτούργησαν όντως ως πόλος έλξης για μεγάλες δυτικές παραγωγές και αστέρες του Hollywood στη διάρκεια των ’60s και ’70s».
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η σχέση πολιτικής και κινηματογράφου υπήρξε αλληλοτροφοδοτούμενη. Η σχέση της Αβαλα Φιλμ με το καθεστώς του Τίτο και την πολιτική πραγματικότητα της Γιουγκοσλαβίας δεν εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα. Στην εξέλιξή του το ντοκιμαντέρ καταφέρνει μέσα από το «μικρό», τη διήγηση της ζωής προσωπικοτήτων που συνδέθηκαν με τα στούντιο ή με το πάθος του Τίτο για τον κινηματογράφο, να αφηγηθεί το «μεγάλο», την ιστορία μιας χώρας που δεν υπάρχει πια. «Πρωτοπήγα στα στούντιο της Αβαλα όταν ήμουν ακόμη φοιτήτρια στη σχολή κινηματογράφου», λέει η νεαρή σκηνοθέτις Μίλα Τούρεβιτς. «Με έστειλαν να πάρω εξοπλισμό για μια φοιτητική ταινία και έφυγα συντετριμμένη από την ατμόσφαιρα αυτού του μέρους. Ήταν μια τεράστια πόλη–φάντασμα γεμάτη εγκαταλελειμμένα σκηνικά, απαρχαιωμένο εξοπλισμό και άνεργους τεχνικούς. Κανείς δεν μου είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό το μέρος».
Η ανακάλυψη της Αβαλα Φιλμ έγινε αφορμή γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ. Η Τούρεβιτς χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ολοκληρώσει την έρευνά της στα αρχεία της Αβαλα, να κάνει τα γυρίσματα και το μοντάζ. «Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ιστορία της Γιουγκοσλαβίας εικονοποιήθηκε με τη δημιουργία του γιουγκοσλαβικού σινεμά. Κατά μία έννοια, τα στούντιο της Αβαλα είναι το μέρος όπου γεννήθηκε ο γιουγκοσλαβικός μύθος. Για εμένα αυτές οι εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις αποκαλύπτουν τη σκηνογραφία μέσα στην οποία ζούσαμε», λέει η σκηνοθέτις. Έπειτα ήρθαν οι τίτλοι τέλους, «εάν έπρεπε να διαλέξω μία λέξη για να περιγράψω την εμπειρία τού να μεγαλώνεις σε μια χώρα που άλλαξε όνομα τέσσερις φορές τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αυτή θα ήταν “ασυνέχεια”. Η καταστροφή του παρελθόντος στο όνομα μιας νέας αρχής έχει γίνει το ορόσημο της ιστορίας μας. Αναπόφευκτα, κάθε ρήξη με το παρελθόν απαιτεί και το ξανα-γράψιμο του τελευταίου».
Ο επίλογος της ιστορίας του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου γράφεται την άνοιξη του 1991, λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος στη Βοσνία. Οι ανάγκες για μια νέα αφήγηση της ιστορίας των εθνών που συμβίωσαν στο πείραμα του Τίτο θα σπρώξει προς τη λήθη το όνειρο της κινηματογραφικής πόλης και των στούντιο της Αβαλα. Παρομοίως θα ξεχαστούν και οι κάποτε σημαντικές προσωπικότητες που πρωταγωνιστούν σε αυτή την ιστορία. Άλλες αφηγήσεις θα έρθουν στο προσκήνιο για να εξυπηρετήσουν καινούργιους σκοπούς.
H KAΘHMEPINH 18-03-12