Της Μαριας Kατσουνακη
Τι είναι αυτό που συγκινεί τόσο στον Θανάση Βέγγο, κάνοντας ανθρώπους με μεγάλη απόκλιση ηλικιακή, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική, ανθρώπους που έρχονται από διαφορετικές διαδρομές ζωής και σκέψης, να συγκλίνουν; Να εκφράζουν τον ίδιο σεβασμό, την ίδια αποδοχή, την ίδια -ανυπόκριτη- αναγνώριση; Να βουρκώνουν, να γελούν με τις ατάκες του, να έχουν να συμπληρώσουν μια φράση ακόμη, μια χειρονομία, μια αντίδραση; Από τη χθεσινή αναγγελία του θανάτου του ώς σήμερα έχει σχεδόν επέλθει κορεσμός.
Αφιερώματα σε όλα τα μέσα, έντυπα, ηλεκτρονικά, διαδικτυακά, ένα αίσθημα απώλειας στη διαπασών, που συνοδεύεται από μεγάλη, διαυγή, τρυφερότητα, χωρίς γκρίζες ζώνες και υπολείμματα ξινής επιφυλακτικότητας τόσο γνώριμης στα καλλιτεχνικά ελληνικά ήθη. Ο Θανάσης Βέγγος είναι εθνικός ηθοποιός. Οχι σταρ. Ο ηθοποιός, στο πρόσωπο του οποίου αποτυπώνεται η ξέφρενη πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας, το μελόδραμα, η φαρσοκωμωδία, η παράγκα και το σεράι της. Ηθοποιός που ερμηνεύει την καπατσοσύνη και την απαντοχή, που ακολουθεί την οδύσσεια του Νεοέλληνα: ελπίζει και αποτυγχάνει, ονειρεύεται και απογοητεύεται. Και αντίστροφα.
Βαθιά σαρκαστικός
Παιδί για όλες τις δουλειές, πολίτης δεύτερης κατηγορίας, διωκόμενος, αδικούμενος, βαθιά σαρκαστικός, κυνικός με τον τρόπο του, και πάντα επιβιωτικός. Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένας άνθρωπος πολύ εργατικός. «Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ηθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες», είχε πει. Τα υλικά του; Ψυχικό σθένος, ανεξάντλητη ευρηματικότητα, αξιοπρέπεια, σεμνότητα και ταπεινότητα. Αγάπη που εισέπραττε και πρόσφερε με τη σειρά του. «Τι κρατάτε από τη ζωή σας;», τον είχαμε ρωτήσει όταν τον συναντήσαμε στο σπίτι του τον Νοέμβριο του 2009, με αφορμή την εμφάνισή του στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά». «Οτι με αγάπησαν τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω», απάντησε.
Μπορεί πράγματι «κάτι να είχε η φάτσα του που έφερνε τον άλλο κοντά του» (δική του η φράση), που γεννούσε οικειότητα και αλήθεια. Πλησιάζοντας τον Θανάση Βέγγο, η αύρα του κιόλας εξέπεμπε αυθεντικότητα. Τίποτα κατασκευασμένο, καμία προσποίηση, καμία πεποιημένη στάση, χειρονομία ή λόγο. Χορτάτος από αναγνώριση, δημοφιλής όσο ελάχιστοι, είχε μια εσωτερική πληρότητα. Καμία αγωνία να «υπάρχει» στην επικαιρότητα, να μη λησμονηθεί, να μην περάσει στο περιθώριο. Ισως γιατί ο Θανάσης Βέγγος δεν ανήκε στο εφήμερο του τηλεοπτικού τοπίου, που με την ίδια ευκολία καθιερώνει και συνθλίβει. Καθιερώθηκε σε εποχές στέρησης και μόχθου, δύσκολες και αντιφατικές, δυσοίωνες όσο και αισιόδοξες, με δυναμική και προοπτική. Οπλισμένος με επιμονή, υπομονή, εντιμότητα, αλλά και ανησυχία που δεν του επέτρεπε να επαναπαύεται αλλά τον οδηγούσε διαρκώς στα όρια. «Μακελεμένος λειτουργούσα. Βολεμένος ποτέ», σχολίαζε. Γι' αυτό και δεν έκανε ποτέ περιουσία. Γι' αυτό και αν και «πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια του εξαφανίζονταν σε λίγους μήνες». Δούλεψε σκληρά για να επιβιώσει, βίωσε εξορίες και απώλειες. Ως «πολίτης δεύτερης κατηγορίας» έκανε καριέρα. Γύρισε πάνω από 120 ταινίες. «Εφερε με αξιοπρέπεια ακόμη και τον ευτελισμό του εμπορικού κινηματογράφου», είχε επισημάνει εύστοχα ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός. Και η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις παίξει σε δεκάδες ταινίες, δεν είναι δυνατόν να είναι όλες εφάμιλλες της «Μαγικής πόλης» και του «Δράκου».
«Μα Θανάση με λένε»
Το σπίτι του Θανάση Βέγγου στην Αγία Παρασκευή ήταν ένα ευρύχωρο, φωτεινό διαμέρισμα, που δεν κραύγαζε την ιδιότητα του ενοίκου, αλλά ανέδινε τη σχέση με την οικογένεια και τους γύρω του. Σπίτι νοικοκυραίων. Με την έγνοια της συζύγου (με τη γυναίκα του Ασημίνα μοιραζόταν πάνω από 50 χρόνια κοινού βίου), γεμάτο έπιπλα, ενθυμήματα και φωτογραφίες, που πύκνωναν το αφήγημα μιας ζωής σπάταλης σε συναισθήματα και όχι σε υλικά αγαθά. Ηταν σπίτι λαϊκό (με τη λέξη αποκαθαρμένη από κακόγουστες ή αρνητικές συνδηλώσεις) και φιλόξενο. Ηταν οι άνθρωποι που το κατοικούσαν.
Η υγεία του καιρό τώρα, λόγω των εγκεφαλικών που είχε υποστεί, ήταν κλονισμένη. Παρ' όλα αυτά, στα 84 χρόνια του, κυκλοφορούσε στη γειτονιά, το είχε απόλυτη ανάγκη, και τότε όλη η οικογένεια, η Ασημίνα, οι δυο γιοι, τα εγγόνια του, ήταν σε επιφυλακή. Δεν απέφευγε ίσως μικροατυχήματα και μικροπτώσεις, αλλά επέμενε και πάντα βρισκόταν κάποιος περαστικός να τρέξει κοντά του, να τον βοηθήσει, να ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι. Και αλίμονο αν τον αποκαλούσε «κύριε Βέγγο». Του φαινόταν τόσο ξένο. «Μα Θανάση με λένε», διαμαρτυρόταν. Πέρυσι, ακριβώς ένα χρόνο πριν, στις 3 Μαΐου, είχε έρθει στο Μέγαρο Μουσικής για να παραστεί στην βράβευσή του από τη νεοσύστατη Eλληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Ηρθε, παρά το γεγονός ότι ανάρρωνε από κάποιο ατύχημα. Ολη η αίθουσα σηκώθηκε όρθια για να τον χειροκροτήσει, για να εκφράσει όχι μόνο συγκίνηση, αλλά και ευγνωμοσύνη. Αγάπη.
H KAΘHMEPINH 04-05-11