(μια επισκόπηση της καριέρας του)
keaton1.jpg

Όπως ο Τσάπλιν Τσάπλιν/ Charlie Chaplin έτσι και ο Μπάστερ Κήτον/ Buster Keaton μεταπήδησε στον κινηματογράφο από το μιούζικ-χώλ, αλλά οι συνθήκες της ζωής του ήταν εντελώς ιδιαίτερες γιατί η καταγωγή του ήταν από οικογένεια που δούλευε στο βαριετέ κι έτσι ο Κήτον βρισκόταν στην σκηνή προτού αρχίσει καλά-καλά να περπατάει. Σαν μέλος του οικογενειακού θιάσου που δούλευε μ’ επιτυχία, ο Κήτον δεν γνώρισε ποτέ τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες που πέρασε ο Τσάπλιν. Το να παίζει σε κωμωδίες και το να λύνει σκηνικά προβλήματα ήταν γι αυτόν η καθημερινή του ζωή και το μεγάλο του ενδιαφέρον. Αλλά ο Κήτον είχε μάθει κι άλλες τέχνες. Ασκημένος από τα πολύ μικρά του χρόνια ανέπτυξε μια σπάνια ευκινησία συνάμα με το αθλητικό πνεύμα, που του έδωσαν την ικανότητα σαν ηθοποιός «να κάνει θαύματα με την ίδια ευκολία που ανέπνεε». Μπορούσε να κάνει άλματα και τούμπες, να κατρακυλάει σε γκρεμούς και να πέφτει από στέγες σπιτιών. Σαν ηθοποιός ήταν αντάξιος του Τσάπλιν κι επιπλέον ήταν προικισμένος με εγκράτεια και μ’ ένα φίνο φυσικό γούστο.
keaton2.jpg
Το πόσο τέλεια είχε εξελίξει τις ικανότητες του μέσα στην επιθεώρηση είναι ήδη φανερό στις πρώτες του ταινίες που έφταιξε με τον Ρόσκο Άρμπακλ/ Roscoe Arbuckle. Πράγματι οι ταινίες του Άρμπακλ έγιναν σημαντικά καλύτερες ποιοτικά τον καιρό (έναν χρόνο περίπου) που ο Κήτον δούλευε με τον θίασο. Τα μοναδικά του όμως χαρίσματα ωρίμασαν οριστικά όταν κατάφερε, ανεξάρτητος πια, να έχει τα δικά του στούντιο. Ανάμεσα στα 1920-1928 έκανε μερικές μικρού μήκους ταινίες και 12 μεγάλου μήκους που αντιπροσωπεύουν ένα πράγματι καταπληκτικά επίτευγμα. Η εφευρετικότητα του δεν βρίσκεται ποτέ σε κάμψη -σχεδόν ποτέ δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο όταν πρόκειται να καλυτερέψει κάποιο απ’ τα γκάγκς του.
keaton3.jpg
Ο Κήτον ήταν πάνω απ’ όλα ένας προικισμένο ηθοποιός. Αντίθετα με τους μεγάλους κωμικούς της εποχής του δημιούργησε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών χαρακτήρων. Στο «Πλοίο» (The Boat) είναι σύζυγος και πατέρας στο «Απόφοιτος Κολεγίου» (College) και στο «Ατμόπλοιο Μπίλ Τζούνιορ» (Steamboat Bill Jr.)είναι ένας νέος κολεγίου σε μερικές ταινίες υποδύεται εκατομμυριούχους σε άλλες κάποιον περιπλανώμενο αλήτη. Στον «Καουμπόη» (Go West) γίνεται καουμπόη στον «Κουφιοκέφαλο» (The Saphead) χρηματιστής. Έδωσε στο κάθε χαρακτήρα αυτόνομη εγκυρότητα κι όμως στο τέλος όλοι συγκλίνουν στην ίδια εξαίσια φιγούρα στο Μπάστερ: ένα παιχνίδισμα, ένα γελοίο μικρό ζώο, συνήθως μ’ ένα πλατύ καπέλο πατημένο στο κεφάλι του, που περπατάει βαριά με τα δυσκίνητα κοντά πόδια του με τα χέρια του έτοιμα να αρχίσουν να κουνιούνται ξαφνικά σαν ανεμόμυλους και στο κέντρο όλης της δράσης ένα ακίνητο λυπημένο πρόσωπο παράλογα σοβαρά και μοναδικά όμορφο.
keaton4.jpg
Το «Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο» είναι όμως ένας αβάσιμος μύθος. Το πρόσωπο του Μπάστερ ήταν το πιο εκφραστικό απ’ όλα. Όταν κάποτε τον ρώτησαν γιατί δεν χαμογελάει ποτέ, απάντησε: «Έχω κι άλλους τρόπους να δείξω ότι είμαι ευτυχισμένος». Ένα αργό ανοιγοκλείσιμο του ματιού είναι ικανό να εκφράσει τη χαρά κι όταν στο τέλος της ταινίας «Τρεις εποχές» (Three Ages) καταφέρνει να πάρει το κορίτσι και το γιορτάζει πετώντας το καπέλο του στον αέρα, η έκσταση του είναι εκρηκτική. Μπορεί επίσης να είναι σπαρακτικός ποτέ όμως μελό. Υπάρχει μια σκηνή στον «Κινηματογραφιστή» (The Cameraman) έντονη όσο καμιά άλλη στον κινηματογράφο. Το κορίτσι που αγαπά και του οποίου μόλις έχει σώσει τη ζωή τον εγκαταλείπει για κάποιον άλλο. Ο Μπάστερ σ’ ένα μεγάλης διάρκειας πλάνο σωριάζεται στην όχθη της λίμνης.
Το πάθος όμως είναι παροδικό. Στο τέλος ο Μπάστερ θριαμβεύει πάντα. Κι αυτό είναι το κλειδί για όλους τους χαρακτήρες που αναπαριστά. Γιατί παρ’ όλο που είναι μικρός και μόνος και ευαίσθητος, είναι επίσης γεμάτος αυτοπεποίθηση, ακατάβλητος και συνεχώς πολυμήχανος. Η τύχη μπορεί να τον βοηθά αλλά είναι βασικά ή δική του ευστροφία που νικά στο τέλος τις φαινομενικά ανυπέρβλητές δυσκολίες. Στις χαρακτηστικές ιστορίες του Κήτον, ο αβοήθητος, εντελώς ανθρώπινος ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποιο υπεράνθρωπο πρόβλημα. Στον «Πλοηγό» (The Navigator) ή μοίρα τον βρίσκει μόνο με το κορίτσι του σ’ ένα ακυβέρνητο υπερωκεάνιο ικανό να χωρίσει χίλιους ανθρώπους. Στο «Ο Στρατηγός» (The General) είναι ένας Νότιος του Εμφύλιου Πολέμου που, μονόχειρας ο ίδιος, τα βάζει μ’ όλες τις στρατιές των Βορείων. Στο «Εφτά Ευκαιρίες» (Seven Chances) πρέπει μέσα σε μισή μέρα να παντρευτεί.
keaton5.jpg
Από τα παιδικά του ακόμα χρόνια, ο Κήτον έβρισκε συναρπαστικά τα μηχανικά προβλήματα και τις μηχανικές κατασκευές. Αγαπούσε τις μηχανές και τις εφευρέσεις. Από κει ξεκινάει και το πόσο γρήγορα αφομοίωσε την τεχνική του κινηματογράφου και η επακόλουθη εκπληκτικά τέλεια γνώση των μέσων που χρησιμοποιούσε. Αυτή η μαστοριά του δεν απορρέει μόνο από την χρήση της κάμερα, και των διαφόρων τρυκ (που μερικά απ’ αυτά δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί ούτε εξηγηθεί) όπως η κλασική μικρού μήκους ταινία του «Πλαίηχάους» (Playhouse), ένας θρίαμβος των τρυκ όπου ο Μπάστερ έπαιζε όλους τους ρόλους και τους ηθοποιούς μιας επιθεώρησης και το ίδιο το κοινό. Το πιο σημαντικό είναι οι αλάθητες λύσεις που εφαρμόζει σε κάθε σκηνοθετικό πρόβλημα. Διέθετε μια άψογη αίσθηση του κωμικού. Τα γκάγκς του δεν ήταν ποτέ εμβόλιμα μέσα στις ταινίες αλλά είχαν άμεση σχέση με την αφήγηση και τα στοιχεία της δράσης. Μέσα στη δομή τους υπήρχε η ίδια άψογη αίσθηση η ίδια σαγήνη της μηχανικής τεχνικής. Τα γκάγκς των ώριμων ταινιών του είναι φτιαγμένα με την γοητεία των γεωμετρικών σχεδίων, ραφιναρισμένα, εξευγενισμένα, ρυθμικά. Η ποιότητα του εμφανίζεται καθαρά για πρώτη φορά σε μια σεκάνς της ταινίας «Τρεις Εποχές» (1923). Ο Μπάστερ δραπετεύει από ένα αστυνομικό τμήμα., σκαρφαλώνει σε μια στέγη, πηδάει το κενό ανάμεσα στους ουρανοξύστες και σε μια μακρίζα, κατεβαίνει τρία πατώματα από τις τέντες, αρπάζεται από τον σωλήνα της αποχέτευσης που σπάει και σπρώχνοντας τον με μια γωνία 180 τον πετάει μέσα σ’ ένα παράθυρο δύο πατώματα πιο κάτω, στον κοιτώνα ενός πυροσβεστικού τμήματος. Γλιστράει κάτω από τον Πυροσβεστικό στύλο και βρίσκεται στο πίσω μέρος μιας αντλίας που μόλις ξεκινάει να πάει να σβήσει την φωτιά –που έχει ξεσπάσει στο αστυνομικό τμήμα απ’ όπου δραπέτευσε ο Μπάστερ. Κι όλ’ αυτά με μια συνεχή ρυθμική κίνηση που αναδεικνύει την αψεγάδιαστη αίσθηση χρόνου του Κήτον σαν ηθοποιού σκηνοθέτη και μοντέρ.
keaton6.jpg
Ο Κήτον από το 1923 από τότε που άρχισε την παραγωγή ταινιών μεγάλου μήκους μπορεί να θεωρηθεί σαν ίσος με κάθε άλλον σκηνοθέτη που δουλεύει τότε στο Χόλλυγουντ. Μετά το 1928 το συνεργείο του Κήτον απορροφήθηκε από την Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ και σύντομα φάνηκε ότι εκεί μέσα δεν υπήρχε χώρος για τρόπους κινηματογραφικής δουλείας τόσο προσωπικούς όπως του Κήτον. Του επέβαλαν σκηνοθέτες τα σενάρια του γυρνούσαν από επιτροπή σε επιτροπή. Παρ’ όλο το διαφορετικό ήδη κλίμα ο «Κινηματογραφιστής» ήταν μια πλήρης επιτυχία και μάλιστα πειριείχε μερικά από τα καλύτερα γκάγκς του κωμικού. Αλλά το «Γάμος από πείσμα» (In Spite Marriage), η τελευταία του βουβή ταινία, ήταν άνιση. Ήταν η αρχή του ξεπεσμού του Κήτον που επιταχύνθηκε όταν – όπως κι άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες πριν και μετά τον Κήτον- πρόσβαλε τον κύριο Μάγιερ. Στερημένος από τα μέσα της τέχνης του έζησε πολλά χρόνια μέσα στην ερημιά του αλκοόλ και την επιβεβλημένη αδράνεια .Μόνο προς το τέλος της ζωής του αναγνωρίστηκε, αρκετά καθυστερημένα σαν μεγάλος καλλιτέχνης κωμικός και σκηνοθέτης.

(Από το βιβλίο του David Robinson, The Great Funnies: A History of Film Comedy (1969) και από το βιβλίο των Charles Higham, Joel Greenberg, Hollywood in the Forties (1970). Ελληνική μετάφραση Λιάνα Οικονόμου. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τσόντα τ. 5 Απρίλης-Μάης- Ιούνης 1980)