Οι πρώτες 35 ταινίες του Όζου/ Yasujirō Ozu ήταν βουβές και οι τελευταίες 20 ήταν ομιλούσες. Πολλές από τις βουβές έχουν χαθεί, ωστόσο αυτές που έχουμε παρουσιάζουν ένα στιλιστικό εύρος και μια ελευθερία που σχεδόν απουσιάζει από τις ομιλούσες. Οι βουβές ταινίες ήταν αναθέσεις όμως ο Όζου τις έκανε δικές του. Ο “James Maki” που υπογράφει το σενάριο σ’ αρκετές απ’ αυτές είναι στην πραγματικότητα το ψευδώνυμο του Όζου, και αρκετούς από τους ηθοποιούς και τα μέλη του συνεργείου θα τους χρησιμοποιούσε σ’ όλη την καριέρα του. Σκηνοθετημένες σε διάστημα 9 ετών, αυτές οι 35 ταινίες παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη ποικιλότητα και αυθεντικότητα: το μόνο ανάλογο είναι η περίπτωση του Jean Luc- Godard στη δεκαετία του 60.
(…) Πολλοί κριτικοί φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Όζου πέρασε τα πρώτα εννέα χρόνια της καριέρας ως σκηνοθέτης αναζητώντας ένα ύφος και ένα θέμα, και ότι η ουσία του μεγαλείου του βρίσκεται στον ύστερο εξευγενισμό τεχνικών όπως η χαμηλή γωνιά λήψης και η ακίνητη κάμερα. Όμως, για να κατανοήσουμε το έργο του πρέπει να λάβουμε υπόψη κάποιες από τις δεξιότητες που απέρριψε, δεξιότητες που εμφανίζονται σ’ ένα συναρπαστικό αν και εκκεντρικό στο ύφος αμερικάνικο θρίλερ όπως το That Night’s Wife και Dragnet Girl και στην πιο απροκάλυπτα εξεγερμένη κοινωνική κριτική των πρώτων ταινιών όπως το Tokyo Chorus, I was Born, But…, Passing Fancy και An Inn in Tokyo.
Οι ταινίες του Όζου τείνουν να επικεντρώνονται στις εκφράσεις του σώματος, και η άποψη μου είναι ότι γι’ αυτό οι βουβές ταινίες του είναι ανώτερες από τις ομιλούσες του. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που συνέχιζε να σκηνοθετεί βουβές μέχρι το 1935. Το γιαπωνέζικο σινεμά πέρασε καθυστερημένα στον ομιλούντα, λόγω των benshis, των σχολιαστών που η δημιουργική αφήγηση τους ορισμένες φορές ήταν πιο δημοφιλής από την υποκριτική των σταρ: είχαν τόσο πολλή δύναμη. Ο Όζου ήταν ακόμα πιο διστακτικός από τους συναδέλφους του για να περάσει στον ήχο, αν και η πρώτη ομιλούσα του 1936 το The Only Son ήταν ένα αριστούργημα (την ίδια χρονιά που ο Charlie Chaplin έδωσε στον Αλήτη του φωνή, στο Modern Times).
Ο Όζου γενικώς θεωρείται ως ο πιο γιαπωνέζικος από τους γιαπωνέζους σκηνοθέτες –η πιο συνηθισμένη δικαιολογία γιατί οι ταινίες του έφθασαν μετά απ’ αυτές των Akira Kurosawa και Kenji Mizoguchi στη Δύση. Ωστόσο, η πιο διαφωτιστική από κριτική σκοπιά, μελέτη του έργου του που γνωρίζω, από τον Shigehiko Hasumi, με προκλητικότητα υποστηρίζει ότι το να αποκαλείς τον Όζου «πολύ γιαπωνέζο» είναι «ένα τεράστιο σφάλμα… που βασίζεται στην έλλειψη κατανόησης του έργου του». Ο Όζου έχει «διαβαστεί» με πολλούς λανθασμένους τρόπους. Ακόμα και μια κινηματογραφόφιλη, όπως η εκλιπούσα Susan Sontag –που είχε ένα πάθος για το ιαπωνικό σινεμά και κάποτε συνέκρινε τον Όζου με την Jane Austen– θα έγραφε το 1995 «ότι οι μεγαλύτεροι ιάπωνες σκηνοθέτες (Ozu, Mizoguchi, Kurasawa, Naruse, Oshima, Imamura) δεν ήταν σινεφίλ». Αυτό είναι σαφώς λάθος στην περίπτωση του Όζου. Σύμφωνα με τον David Bordwell, στο βιβλίο του Ozu and the Poetics of Cinema (1988) -από απόσταση το πιο περιεκτικό βιβλίο για τον Όζου στα Αγγλικά-, «είναι σίγουρα ο πιο μεγάλος σινεφίλ σκηνοθέτης πριν την Nouvelle Vague».
Τα ημερολόγια του Όζου -τα οποία υπάρχουν σε μια γαλλική έκδοση, ένας 800 σελίδων ογκόλιθος, με τίτλο Carnets 1933-1963, που εκδόθηκαν μια χρονιά μετά το δοκίμιο της Sontag- περιέχουν μια καταγραφή των αμέτρητων ταινιών που έβλεπε σε τακτική βάση, πολλές εκ των οπιοών ήταν κλασικές ταινίες του Χόλιγουντ. (Η αγαπημένη του ταινία όλων την εποχών ήταν ο Citizen Kane). Οι βουβές ταινίες συχνά δείχνουν την επιρροή των αγαπημένων του σκηνοθετών, συμπεριλαμβανομένων των Fritz Lang (That Night’s Wife), Josef von Sternberg (That Night’s Wife, Dragnet Girl) και του King Vidor (Tokyo Chorus, Passing Fancy).
Άλλο ένα πιθανό εμπόδιο για την κατανόηση του έργου του Όζου είναι η σχέση του με το Βουδισμό Ζεν, ένα ζήτημα που τέθηκε κυρίως από το μοναδικό σύμβολο που χαράχτηκε στο τάφο του: το ιαπωνικό χαρακτήρα “mu” που σημαίνει τίποτα. Ο Όζου με απαρέσκεια αναφέρονταν στην τάση των ξένων κριτικών να δίνουν υπερβολική έμφαση σε τέτοια ζητήματα λέγοντας: «Δεν καταλαβαίνουν. Γι’ αυτό λένε ότι είναι Ζεν ή κάτι τέτοιο».
Ο Hasumi γράφει και αυτό είναι το πιο σημαντικό κομμάτι στο βιβλίο του: «Το ταλέντο του Όζου έγκειται στο ότι επιλέγει μια εικόνα που μπορεί να λειτουργήσει ποιητικά σε μια δεδομένη στιγμή, αφομοιωμένη μέσα στη ροή της ταινίας -και όχι επισυνάπτοντας στην ταινία την εικόνα ενός αντικειμένου που θεωρείται ποιητικό εκτός της επικράτειας της ταινίας».
(…) Οι ταινίες του Όζου συνιστούν ένα από τα πιο πυκνά και πλούσια έργα στο κινηματογράφο, και τα μορφικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά θα είχαν πολύ λιγότερη απήχηση χωρίς την εκφραστικότητα του ταλέντου των ηθοποιών του και τη συνέχεια της παρουσίας τους στις ταινίες του. Ακόμα και ο Chishu Ryu, πρωταγωνιστής στο Tokyo Story, εμφανίζεται και στις πρώτες ταινίες του Όζου αλλά και στις τελευταίες. Αυτό είναι ακόμα μια απόδειξη ότι ο Όζου, παρόλο τον πειραματισμό του, είχε δημιουργήσει ένα δικό του κόσμο, πριν ακόμα αρχίσει να κάνει αυτές τις ταινίες, που αργότερα ο περισσότερος κόσμος αναγνώρισε ως δικές του (δηλαδή τις ομιλούσες).
(απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Chicago Reader. Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας)