Ο Όζου/ Yasujirō Ozu κάποτε είπε ότι στην πραγματικότητα είχε μόνο ένα θέμα: την ιαπωνική οικογένεια και την αποσύνθεση της, και ότι είχε καθαρίσει την τεχνική της σκηνοθεσίας και είχε μείνει με τα πιο βασικά της, ότι αυτό που έκανε ήταν tofu -σκέτο tofu, γεμιστό tofu αλλά παρόλα αυτά tofu-, ότι δεν μπορούσε τις σάλτσες και τα σορόπια των συνηθισμένων σκηνοθετών.
Σ’ ένα έργο που αποτελείται από πάνω πενήντα ταινίες, ο Όζου αποκάθαιρε τα μέσα του κινηματογράφου, διαμέσου μεθόδων ριζοσπαστικών, παρόλο που η θεματολογία του ήταν παραδοσιακή. Σε μια ταινία του ώριμου Όζου, η κάμερα μένει πάντα στην ίδια θέση, περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος, η οπτική γωνία που έχει ένα πρόσωπο που κάθεται σ’ ένα γιαπωνέζικο δωμάτιο. Η κάμερα ποτέ δεν περιστρέφεται (δεν γυρνά το κεφάλι) ή κινείται (δεν ακολουθεί το θέμα). Το μόνο σημείο στίξης είναι η κατευθείαν διακοπή και η αλλαγή πλάνου. Αν και το χρώμα χρησιμοποιείται στις τελευταίες ταινίες του, έχει αποκηρύξει την ευρεία οθόνη, δηλώνοντας ότι του θυμίζει ένα ρόλο από χαρτί τουαλέτας.
Αυτός ο ριζοσπαστικός συντηρητισμός επέτρεψε κριτικούς να αποκαλέσουν τον Όζου ως τον πιο γιαπωνέζο από όλους τους ιάπωνες σκηνοθέτες, και να συγκρίνουν τη διάσημη χαμηλή γωνία λήψης με την οπτική ενός υπεύθυνου για την τελετουργία του τσαγιού (tea-master) ή ακόμα ενός μοναχού Zen-roshi. Στην πραγματικότητα, το στυλ του Όζου ενσωματώνει μια σειρά στοιχείων, εκ των οποίων μόνο κάποια είναι έκδηλα ιαπωνικά.
Ένας από τους πρώτους μοντερνιστές, ο Όζου, ως προς τη δομή των ταινιών του, από νωρίς, χρησιμοποίησε σαν πηγή έμπνευσης χολιγουντιανές ταινίες της δεκαετίας του 20, ειδικότερα αυτές του Ernest Lubitsch. Ερασιτέχνης καλλιτέχνης, ο Όζου ήταν επίσης ένας φανατικός πιστός της δύναμης της σύνθεσης. Ως προς την δομή ακολούθησε τις δοξασίες του μοντερνισμού και άφησε έξω από τις ταινίες του οτιδήποτε ήταν άχρηστο και διακοσμητικό. Όπως η μοντέρνα αρχιτεκτονική της περιόδου (και όπως επίσης η παραδοσιακή ιαπωνική αρχιτεκτονική), ο Όζου δόμησε τις ταινίες του έτσι ώστε κάποιος να μπορεί να δει πως έγιναν. Η αφήγησή του δείχνει τους παραλληλισμούς, την ανοιχτή χρονολογία μέσω της οποίας εξελίσσεται. Επίσης, όπως πολλοί μοντερνιστές, δεν χρησιμοποιούσε την πλοκή και έκοβε τις παραλλαγές της. Το να χρησιμοποιείς την πλοκή έλεγε είναι σαν να χρησιμοποιείς ανθρώπους, και το να χρησιμοποιείς ανθρώπους σημαίνει ότι τους κακοποιείς.
Αυτή η επιμελής και ακριβοδίκαιη τεχνική δημιούργησε πολλές εκλεκτές ταινίες και λίγα αριστούργημα. Το Tokyo Monogatari (Tokyo Story, 1953) τακτικά εμφανίζεται στις λίστες των δέκα καλύτερων ταινιών του παγκόσμιου σινεμά, και το Banshun (Late Spring, 1949) γενικά θεωρείται ως η πιο εκλεκτή ιαπωνική ταινία που έγινε ποτέ. Άλλες αξιοσημείωτες ταινίες είναι το Bakashu (Early Symmer 1956), Soshun (Early Spring, 1956)και η τελευταία του ταινία Samma No Aji (An Autumn Afternoon, 1962).
Για τους ιάπωνες θεατές, ο Όζου δεν ήταν μόνο ο πιο ιάπωνας σκηνοθέτης, αλλά επίσης και ένας σημαντικός δημιουργός κωμωδιών. Τέτοιες ταινίες όπως το Umareta wa mita Keredo (I was born, but… ,1932) και η πρώτη μεταπολεμική ταινία Nagaya Shinshi roku (Record of a tenement gentleman, 1947) είναι τρυφερές, και ορισμένες φορές γεμάτες χαμόγελα, απεικονίσεις της ιαπωνικής οικογενειακής ζωής. Παρόλα αυτά, η καθεμιά έχει αυτό που ο Όζου αποκαλούσε «ένα σκοτεινό στοιχείο» -με το οποίο εννοούσε ότι κάθε μια από τις ταινίες του είναι απόλυτα σοβαρή όσο και αν αυτή προκαλεί το γέλιο.
Αυτό το χαρακτηριστικό του τον έκανε δημοφιλή στους θεατές των ταινιών του, αλλά και αγαπημένο των παραγωγών του στην κινηματογραφική εταιρεία Shochiku. Εκτός δύο εξαιρέσεων, δούλεψε γι’ αυτήν και ο πρόεδρος της Kido Shiro σταθερά υποστήριξε κάθε σχέδιο του. Ξεκινώντας, το 1926, ως βοηθός οπερατέρ, κινηματογραφώντας με τις βαριές κάμερες, ο Όζου ήταν, το 1962, ο πρώτος σκηνοθέτης της Shochiku και ένας από αυτούς που έκαναν την εταιρεία πετυχημένη. Παρόλο που τώρα μπορούμε να δούμε ότι κάθε ταινία του Όζου είναι τόσο κοντά στην υψηλή τέχνη, ο ίδιος ο Όζου θεωρούσε ότι το κινηματογραφικό του είδος ήταν δράματα δωματίου (home drama). Όταν ο Kido πήγε να τον δει, λίγο πριν πεθαίνει, ο Όζου τον κοίταξε και του είπε: «Λοιπόν κύριε Kido φαίνεται ότι μέχρι τέλους όλα είναι ένα δράμα δωματίου».
(κείμενο που δημοσιεύτηκε στο έντυπο-πρόγραμμα της ταινιοθήκης του Τορόντο, Χειμώνας 2004. Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας)