Ο Ζαν Γκαμπέν /Jean Gabin γεννήθηκε στο Παρίσι. To όνομά του ήταν Jean-Αlexis Moncorgé, και υιοθέτησε το όνομα Gabin (Γκαμπέν) που ήταν το καλλιτεχνικό όνομα του πατέρα του ο οποίος έδινε παραστάσεις σε καφέ. Εγκατέλειψε από νωρίς το σχολείο και δούλεψε ως εργάτης, μέχρι την ηλικία των 19, όταν εισήλθε στη show business με ένα μικρό ρόλο σε μια παραγωγή Folies Bergères. Συνέχισε να παίζει διαφόρους δευτερεύοντες ρόλους σε music halls και οπερέτες μέχρι που ξεκίνησε να εμφανίζεται στο Moulin Rouge. Εκεί το ταλέντο του άρχισε να αναγνωρίζεται και να δέχεται προτάσεις για σημαντικότερους ρόλους για να συμμετάσχει τελικά σε δυο βωβές ταινίες το 1928.
Από το 1930 και για τα επόμενα 4 χρόνια έπαιξε σε δεκάδες ομιλούσες ταινίες και ο ρόλος του στην ταινία του Duvivier La Bandera (1936) τον καθιέρωσε ως σταρ, και την επόμενη χρονιά, σε σκηνοθεσία και πάλι του Duvivier, ο ρόλος του στην ταινία Pépé le Moko χάρισε στον Γκαμπέν διεθνή αναγνώριση. Ακολούθησε η ταινία του Jean Renoir La Grande Illusion, -η οποία είχε αναπάντεχη επιτυχία στη Νέα Υόρκη όπου προβαλλόταν στο New York City theatre για έξι μήνες!
Ο Ζαν Γκαμπέν πήρε διαζύγιο από τη δεύτερη γυναίκα του το 1939. Ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Μαρσελ Καρνέ στην ταινία Le Quai Des Brumes (Port of Shadows). Οι προτάσεις από το Χόλλυγουντ ήταν καταιγιστικές, άλλα ο Γκαμπέν τις απέρριπτε όλες για ένα διάστημα μέχρι που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τελικά το 1940 στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής έφυγε στις ΗΠΑ. Έως το 1948 είχε έναν θυελλώδη δεσμό με την Marlene Dietrich (Μαρλεν Ντίτριχ) .
Λόγω της δύστροπης προσωπικότητάς του, η καριέρα του στο Χόλλυγουντ ήταν σύντομη. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με την RKO Pictures την τελευταία στιγμή απαίτησε να δοθεί ο συμπρωταγωνιστικός ρόλος στην Ντίτριχ αλλά το Στούντιο αρνήθηκε. Εκείνος ήταν αμετακίνητος στην απαίτησή του, η ταινία αναβλήθηκε και ο Γκαμπέν απολύθηκε.
Απτόητος, ο Ζαν Γκαμπέν εντάχθηκε στις Ελεύθερες γαλλικές δυνάμεις του στρατηγού Charles de Gaulle και πολέμησε με τους Συμμάχους στη Βόρεια Αφρική. Επέστρεψε με τις υπόλοιπες στρατιωτικές δυνάμεις στο απελευθερωμένο πια Παρίσι.
Το 1946, ο Mαρσέλ Καρνέ του πρότεινε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, Les Portes de la Nuit, αλλά η συμπεριφορά του τον οδήγησε και πάλι στην απόλυση. Το 1947, μετα από ρόλους σε ταινίες χωρίς ιδιαίτερη εισπρακτική επιτυχία, ο Γκαμπέν επανήλθε στο προσκήνιο, με την ταινία Au-Delà Des Grilles (aka The Walls of Malapaga) (1949) του René Clément που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1951, όμως παρά την αναγνώριση αυτή, η ταινία δεν πήγε καλά στο γαλλικό box office.
Η επαγγελματική πορεία του Γκαμπεν φαινόταν να παρουσιάζει μια καμπή. Ωστόσο, έκανε μια επιστροφή το 1954 με την ταινία Touchez pas au Grisbi σε σκηνοθεσία του Jacques Becker, όπου ο ρόλος του κέρδισε τον έπαινο των κριτικών και η ταινία ήταν μια πολύ κερδοφόρα διεθνής επιτυχία. Αργότερα, συνεργάστηκε και πάλι με τον Jean Renoir στο French Cancan. Κατά τα επόμενα είκοσι χρόνια, ο Γκαμπέν εμφανίστηκε σε περισσότερες από 50 ταινίες, που ως επί το πλείστον γνώρισαν εμπορική επιτυχία, αγαπηθήκαν από το κοινό και απέσπασαν πολύ καλές κριτικές. Το 1963 μαζί με τον επίσης γάλλο ηθοποιό Fernandel δημιούργησαν την δική τους εταιρεία παραγωγής Gafer Films.
Ανάμεσα στους συμπρωταγωνιστές του περιλαμβάνονται ηγετικές φυσιογνωμίες του μεταπολεμικού κινηματογράφου, όπως η Brigitte Bardot (En cas de Malheur), ο Alain Delon (Le Clan des Siciliens, Melodie en sous-sol και Deux hommes dans la ville), ο Jean-Paul Belmondo (Un singe en hiver) και ο Louis de Funès (Le Tatoué). Η τελευταία ταινία του ήταν το L'Anne Sainte το 1976.
Ο Ζαν Γκαμπέν πέθανε στις 15/11/1976 στο Παρίσι. Η σωρός του αποτεφρώθηκε με στρατιωτικές τιμές και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στη θάλασσα.
(δ.τ.)