(αποσπάσματα από ένα masterclass)
Ήμουν πολύ θρησκευόμενο παιδί. Πίστευα πραγματικά ότι, αν ζω σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας, θα οδηγηθώ στην αγιοσύνη. Θεωρούσα μάλιστα ότι κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού, είναι έργο του διαβόλου. Ωστόσο, όταν ήμουν απελπισμένος και πήγαινα συχνά για να προσευχηθώ, δεν είχα από το Θεό καμία απάντηση για να απαλύνει την απελπισία μου. Ένιωθα ολομόναχος σε μία άβυσσο. Ήθελα να είμαι φυσιολογικός, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν ήμουν. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όλα ήταν ένα ψέμα. Ήταν απαίσιο. Η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει Θεός, μου στοίχισε πολύ όταν έχασα δικούς μου ανθρώπους, καθώς γνώριζα ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή και δεν πρόκειται να τους ξαναδώ. Ειδικά όταν έχασα τη μητέρα μου, η οποία ήταν η αγάπη της ζωής μου. Θα έδινα ό,τι έχω και δεν έχω για να ξανακούσω τη φωνή της μία ακόμη φορά. Αλλά δεν θα την ακούσω ξανά...
(...) Η ιστορία του Η Μεγάλη Μέρα Τελειώνει/ The Long Day Closes (1992) είναι απλοϊκή, αλλά και επική για εμένα προσωπικά. Η παιδική μου ηλικία τελείωσε στα 11 μου, μέσα σε μια στιγμή, όταν συνειδητοποίησα ότι είμαι ομοφυλόφιλος, πράγμα που εκείνη την εποχή αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Ξέρω πώς είναι να σε απεχθάνονται, επειδή το έχω ζήσει. Γι’ αυτό και νιώθω υπέροχα όταν εισπράττω την αποδοχή κάποιων θεατών. Θέλω οι ταινίες μου να είναι ειλικρινείς και αληθινές. Έχω εμμονή με την έννοια του χρόνου και με το πώς παραβιάζεται στο σινεμά. Όταν τελειώνει μια σκηνή, δεν με ενδιαφέρει ποια εξέλιξη ακολουθεί, αλλά ποιο συναίσθημα έρχεται. Στην αφήγηση των ιστοριών μου, προσπαθώ να είναι ισχυρή η συναισθηματική γραμμή.
[Σχετικά με Το Σπίτι Της Ευθυμίας / The House Of Mirth (2000)] Η κοινωνία της Νέας Υόρκης στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Σε μεγάλο βαθμό, θυμίζει την τυπολατρία και την καταπίεση που χαρακτηρίζουν ένα επαγγελματικό γεύμα στο Λος Άντζελες, μεταξύ ανθρώπων του κινηματογράφου. Υπάρχουν ένας σωρός απαγορεύσεις, που κανείς δεν σου τις λέει, αλλά ξέρεις ότι υπάρχουν. Απαγορεύεται να κάνεις κουβεντούλα για άσχετα θέματα, απαγορεύεται να παραγγείλεις ένα τζιν τόνικ πριν από το γεύμα επειδή θα σε θεωρήσουν αμέσως αλκοολικό, δεν υπάρχει χιούμορ... Είναι μια αφόρητη κατάσταση, που για να την αντέξεις χρειάζεσαι οπωσδήποτε ένα τζιν τόνικ! Αλλά δεν γίνεται να το ζητήσεις...
Εξίσου ανυπόφορα είναι και τα αντίστοιχα πάρτι, όπου κάθομαι μόνος στη γωνία, αμήχανος... Είναι πραγματικό μαρτύριο. Όλοι οι υπόλοιποι μοιάζουν με κινηματογραφιστές, αλλά εγώ μοιάζω με λογιστή! Οι εύκολες φιλίες που υπάρχουν στον αμερικανικό κινηματογραφικό χώρο είναι τρομακτικές. Βλέπεις εγκάρδιους χαιρετισμούς και φιλιά μεταξύ ανθρώπων που παριστάνουν ότι γνωρίζονται. Η ανταγωνιστικότητα οδηγεί σε αδίστακτες συμπεριφορές.
[Σχετικά με το Για Το Χρόνο Και Την Πόλη / Of Time And the City] Είναι μια ταινία που πραγματοποιήθηκε με πολύ ταπεινό προϋπολογισμό και με πολύ ταπεινές προθέσεις. Είχα ήδη γυρίσει ταινίες μυθοπλασίας για το Λίβερπουλ, με βάση τις παιδικές μου αναμνήσεις, γι’ αυτό δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι τέτοιο ξανά. Σκέφτηκα λοιπόν να αναπαραστήσω την εποχή χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από τη δεκαετία του 1950, όχι όμως δημιουργώντας ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ. Δεν πρόκειται για μια αντικειμενική παρουσίαση της εποχής.
(το masterclass του Terence Davies/Τέρενς Ντέιβις δόθηκε στα πλαίσια του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)