truffaut.jpg

Marion:"Χθες μου λέγατε ότι ο έρωτας είναι χαρά"
Bernard: " ... αλλά και οδύνη"
(από τους διάλογους της ταινίας Τελευταίο μετρό)

Ταυτισμένος με ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα στην ιστορία του κινηματογράφου: το γαλλικό Νέο κύμα (Nouvelle Vague) και υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για τον τρόπο που βλέπουμε (αλλά και γράφουμε για) το σινεμά: αφού το κείμενο του "Μια κάποια τάση στο γαλλικό σινεμά" θεωρείται όχι άδικα, ως το αγγελτήριο της Πολιτικής των Δημιουργών (της θεωρίας δηλαδή, που αναζητά στο έργο ενός σκηνοθέτη τη συνέχεια και τις έμμονες ιδέες), ο François Truffaut διεκδικεί με την ευγένεια της διακριτικής του απουσίας, το μερίδιο που του αναλογεί στην αδύνατη κινηματογραφική μας μνήμη.
Έχοντας διανύσει μια περιπετειώδη και πλούσια σε εμπειρίες νεότητα, θήτευσε με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου, στην κινηματογραφική κριτική, κάτω από τον προστατευτική παρουσία του André Bazin. Ο γραπτός λόγος για το σινεμά θα τον βοηθήσει να ασκήσει το βλέμμα του και την ικανότητα του να διακρίνει πίσω από την επιφάνεια των εικόνων, την φλόγα του πραγματικού δημιουργού (η συνέντευξη του με τον Χίτσκοκ είναι υπόδειγμα για το πώς προσεγγίζεται ένας σκηνοθέτης). Όντας ο λιγότερο διανοούμενος από την παρέα κριτικών στα Cahiers du Cinéma (Ζαν Λυκ Γκονταρ, Ζακ Ριβετ) θα αντιληφθεί τον κινηματογράφο ως μέσο για την ενσάρκωση των προσωπικών φαντασμάτων, μια παραμυθία στις οδύνες και λύπες του βίου.
Το έργο του στέκεται στο περιθώριο του Νεου Κυματος, αφού με επιμονή αρνείται την πολιτική αντίληψη για τον κινηματογράφο (που είναι κυρίαρχη στο έργο άλλων σκηνοθετών), εμμένοντας πεισματικά στην απόλαυση της αφήγησης, στη γοητεία των χαρακτήρων, στη ζωτικότητα του διαλόγου, στην ίδια την μαγεία των κινηματογραφικών εικόνων. Κινηματογραφεί το καθημερινό και τετριμμένο ως πολύτιμο και σπάνιο, αναδεικνύοντας μέσα από την κοινοτυπία την εξαίρεση, μέσα από τη σύμβαση το απρόσμενο. Επιδεικνύει με ευαισθησία και διακριτικότητα τις έμμονες ιδέες του: η τραυματική παιδική ηλικία, η ανυστερόβουλη λατρεία της γυναίκας, η αδυναμία του άνδρα, η κινηματογραφοφιλία ως στάση ζωής, οι σκοτεινές όψεις της πραγματικότητας.
Όντας προϊόν μιας άκρατης, αλλά όχι άκριτης κινηματογραφοφιλίας, σημαντικό τμήμα του έργου του, τοποθετεί στο κέντρο της μυθοπλασίας τον κινηματογράφο και την ίδια τη διαδικασία της αναπαράστασης, προσπαθώντας να συλλάβει τη μαγεία του. Το σκηνοθετικό του βλέμμα ενσωματώνει φαινομενικά αντίθετες επιρροές: την αίσθηση του πραγματικού και τη στοχαστικότητα του Ροσσελίνι, τους απόηχους του ανθρωπισμού του Ρενουάρ, τη σκοτεινή όψη της σεξουαλικότητας του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Επίγονος της κλασσικής εποχής του Χόλιγουντ, δίνει μια απάντηση με προοπτική στην κρίση που ενδημεί στη δεκαετία του 60 στα στούντιο: ταινίες που δεν αμφισβητούν αλλά σέβονται τις συμβάσεις του είδους, που δεν καταφεύγουν στην ευκολία του επιφανειακού, αλλά διασώζουν ένα στοχαστικό βλέμμα στις εικόνες τους.
Στο έργο του συγκλίνουν δύο αντίθετες αντιλήψεις για τον κινηματογράφο ως τέχνη: η πρώτη, γνωστή από το Χόλιγουντ, απαιτεί εικόνες απόλαυσης, εικόνες οπτικής χαράς -η δεύτερη, που υποστηρίχθηκε από τους μεγάλους ευρωπαίους δημιουργούς (Ρενουαρ, Ροσελινι, Μπεργκμαν, Αντονιονι) στέκεται απέναντι στο πραγματικό με σεβασμό, χωρίς παιγνιώδη διάθεση, αποζητώντας μέσα από την οδύνη της παρατήρησης την απελευθέρωση του βλέμματος. Η ισορροπία των δύο παραπάνω αντιλήψεων μπορεί να δείχνει συχνά ασταθής, όμως αυτό που τελικά εισπράττει ο θεατής είναι η γοητεία της ακροβασίας, το πάθος των εικόνων, η ίδια η περιπέτεια του σινεμά...

Δημήτρης Μπάμπας