«Ο Bunuel είναι ένας εύθυμος πεσιμιστής. Δεν παραδίνεται στην απελπισία αλλά είναι σκεπτικιστής... Σαν τους συγγραφείς του 18ου αιώνα, ο Bunuel μας διδάσκει πώς να αμφισβητούμε...»
Francois Truffaut
«Τον έχουν αποκαλέσει τα πάντα: προδότη, αναρχικό, διεστραμμένο, συκοφάντη, εικονοκλάστη. Αλλά τρελό δεν τον αποκαλούν. Και πράγματι, την τρέλα απεικονίζει στις ταινίες του αλλά όχι τη δική του.... δείχνει την τρέλα του πολιτισμού, το μεγαλύτερο κατόρθωμα του ανθρώπου μετά από δέκα χιλιάδες χρόνια εξευγενισμού»
Henry Miller
Ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου, Luis Bunuel Portoles, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1900, στην Ισπανία. Μεγάλωσε σε μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, τόσο κλειστή, παραδοσιακή και θρησκόληπτη, που ο ίδιος την αποκαλούσε «μεσαιωνική». Μέλος πολύ ευκατάστατης οικογένειας, έλαβε από νωρίς αυστηρή καθολική μόρφωση. Σύντομα, όμως, το ελεύθερο πνεύμα του και ο επαναστατικός του χαρακτήρας τον έκαναν να αντιδράσει στον καθολικισμό -μια αντίδραση που θα συνεχιζόταν σε όλη του τη ζωή.
Στο πανεπιστήμιο θα γίνει φίλος με δύο μεγάλες μορφές της τέχνης, το ζωγράφο Salvador Dali και τον ποιητή Federico Garcia Lorca. Αργότερα, θα μετακομίσει στο Παρίσι, όπου θα εργαστεί στον κινηματογράφο και μάλιστα θα μαθητεύσει δίπλα στον Ζαν Επστάιν. Το 1929 ήταν χρονιά ορόσημο για τον Bunuel, καθώς, μαζί με τον Dali, θα γυρίσουν το Un chien andalou, μια ταινία απόλυτα σοκαριστική για τα ήθη της εποχής, με την οποία γράψανε κινηματογραφική ιστορία. Ο Bunuel χρησιμοποίησε την εμμονή του με τα όνειρα και δημιούργησε ένα συνειρμικό όσο και βλάσφημο σύμπαν, κάτι που θα αναπαράγει σε όλες του τις ταινίες στο εξής. Με την ταινία αυτή οι σουρεαλιστές τον υποδεχτήκανε πανηγυρικά στους κύκλους τους και ο Bunuel ανακηρύχτηκε ο σημαντικότερος σουρεαλιστής σκηνοθέτης.
Από την πρώτη στιγμή ο Bunuel ήταν ένας άθεος, «βλάσφημος» σκηνοθέτης, που σκοπό είχε να προκαλέσει και να επιτεθεί στους θεσμούς και την υποκρισία της αστικής τάξης. Η δεύτερη ταινία του, L'Age d'or (1930), βεβηλώνοντας τα ιερά και τα όσια του καθολικισμού, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο. Ο δεξιός Τύπος πολέμησε την ταινία και τελικά η αστυνομία την απαγόρευσε, μια απαγόρευση που κράτησε 50 ολόκληρα χρόνια!
Το 1933, ο Bunuel επιστρέφει στην Ισπανία, μέσα σε ένα φοβερά ταραχώδες πολιτικό κλίμα, και γυρίζει τη μικρού μήκους ταινία Las Hurdes: Tierra Sin Pan (1933), ένα ντοκιμαντέρ για τις δυσχέρειες των χωρικών. Όμως, η πολιτική κατάσταση της χώρας ήταν εκρηκτική και το 1936 οδήγησε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Με την επιβολή της δικτατορίας του Franco, που έγινε και με την ισχυρή στήριξη της εκκλησίας, πολλοί καλλιτέχνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Ο Bunuel έφυγε στην Αμερική και, αφού εργάστηκε για ένα διάστημα στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, μετακόμισε στο Μεξικό. Το 1948, με την εγκληματική κατάσταση να συνεχίζεται στη χώρα του από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, πήρε τη μεξικάνικη υπηκοότητα. Στο Μεξικό πια θα βρει το έδαφος και την ελευθερία για να γυρίσει τις ταινίες του: Ανάμεσά τους το Los Olvidados (1950), με το οποίο θριάμβευσε στις Κάννες (πρόσφατα η ταινία εντάχτηκε και στη λίστα της UNESCO ως μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς).
Όταν το 1960, για λόγους πολιτικής προπαγάνδας, ο Φράνκο κάλεσε τον Bunuel να γυρίσει στην πατρίδα του και να σκηνοθετήσει ένα φιλμ της δικής του επιλογής, ο Bunuel δέχτηκε. Και του ανταπέδωσε την «ευγενική χειρονομία» γυρίζοντας τη Viridiana, μια εξοργιστικά «βλάσφημη» ταινία, που μέσα στα άλλα, παρωδεί και τον Μυστικό Δείπνο! Το αποτέλεσμα ήταν το καθεστώς να κάψει τις κόπιες, όχι όμως πριν προλάβει μια από αυτές να περάσει στη Γαλλία και να βραβευτεί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Στις δεκαετίες `60-`70 ο Bunuel διανύει την ωριμότερη φάση του, τη λεγόμενη «Γαλλική περίοδο», όπου με συνεργάτες τους Silberman and Carriere, θα σκηνοθετήσει στη Γαλλία τα μεγάλα κινηματογραφικά του αριστουργήματα. Ανάμεσά τους, τα Le journal d'une femme de chambre (1964), Belle de Jour (1967), Le Charme discret de la bourgeoisie (1972) και, την τελευταία του ταινία, Cet obscur objet du desir (1977). Αυτές θα είναι και οι διασημότερες ταινίες της καριέρας του και όχι άδικα: ο Bunuel διακωμωδεί τις φαντασιώσεις της αστικής τάξης με απίστευτη μαεστρία. Με τη Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, κερδίζει το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας ενώ με το Le fantome de la liberte/ Φάντασμα της ελευθερίας, ο Bunuel εμπνέεται άμεσα από την ιστορία της χώρας του: η απίστευτη βία και καταπίεση που έζησαν οι τότε Ισπανοί από την ναπολεόντεια κυριαρχία και τους αυτοαποκαλούμενους «ελευθερωτές», γίνεται παράδειγμα για το σήμερα. Συνδέοντας εκείνα τα γεγονότα με τη σημερινή κατάσταση του «πολιτισμένου» κόσμου, ο Bunuel δείχνει ότι και η ελευθερία που προτείνεται τώρα (η αστική σε αυτή την περίπτωση), είναι για άλλη μια φορά μια απάτη, ένα φάντασμα, μια μορφή σκλαβιάς.
Στα τέλη του ΄70, ο Bunuel αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία μέχρι και το τέλος της ζωής του και μαζί με τον Carriere, έγραψε την αυτοβιογραφία του, Mon Dernier Soupir (1982). Ένα χρόνο μετά, το 1983, ο μεγάλος αιρετικός του κινηματογράφου πέθανε, αφήνοντας πίσω του ως κληρονομιά την αγάπη για την ανατροπή και το σκάνδαλο, ως τρόπους αλλαγής της κοινωνίας.
(πηγή δελτίο τύπου)