Η Susan Sontag -μια από τις σημαντικότερους δοκιμιογράφους της Αμερικής- τον θεωρεί ως έναν από τους αξιοπρόσεκτους σκηνοθέτες: ο Bela Tarr -και οι Abbas Kiarostami και Alexandr Sokurov-, συνιστούν τους εμβληματικούς σκηνοθέτες της κινηματογραφοφιλίας σήμερα. Και δεν είναι η μόνη: τα εγκωμιαστικά σχόλια από κριτικούς ευρωπαίους ή αμερικανούς γίνονται πάντα στον υπερθετικό βαθμό όταν αναφέρονται στο έργο του Bela Tarr. Το έργο του όμως βρίσκεται στην αφάνεια: το σκηνοθετικό του ύφος και πολλές φόρες η διάρκεια των ταινιών του (η ταινία Satantango διαρκεί πάνω από 7 ώρες) δεν επιτρέπουν την προβολή τους στο εμπορικό κύκλωμα, ούτε καν στην τηλεόραση. Ωστόσο χάρις στο εναλλακτικό κύκλωμα των φεστιβάλ και των ταινιοθηκών, οι ταινίες του Bela Tarr βρίσκουν σ' όλο τον κόσμο τους θεατές τους.
Ο Bela Tarr γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 1950. Όταν ήταν νέος ήθελε να σπουδάσει φιλοσοφία. Ξεκίνησε να γυρίζει ταινίες στα 8mm με θέμα τα κοινωνικά προβλήματα, κάτι που προκάλεσε την δυσαρέσκεια του καθεστώτος. Προκάλεσε όμως και την προσοχή ενός μικρού ανεξάρτητου studio που χρηματοδότησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία Csaladi Tuzfeszek (1978). Σ' αυτή και στις δύο επόμενες -Szabadgyalog (1981), Panellkapcsolat (1982)- το στυλ μοιάζει έντονα επηρεασμένο από τον Κασσαβέτη: κάμερα στο χέρι, ερασιτέχνες ηθοποιοί, κοντινά πλάνα, αυτοσχεδιασμός, κλειστοφοβική αίσθηση, τα έντονα κοινωνικά προβλήματα. Ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού είναι προϊόντα της οργής (και των αυταπατών) που αισθανόταν ο σκηνοθέτης τους, για την τότε κατάσταση στην χώρα του.
Μια τηλεοπτική διασκευή του Macbeth (1982) θα σημαδέψει μία εντυπωσιακή στροφή: η ταινία αποτελείται από δύο μονοπλάνα το πρώτο διαρκείας 5' και το δεύτερο 67'. Εκεί για πρώτη φορά εμφανίζεται ένα από τα πιο καθοριστικά στοιχεία του σκηνοθετικού του ύφους το πλάνο μεγάλης χρονική διάρκειας, και η χορογραφία της κίνησης της κάμερας.
Η κατάρρευση του καθεστώς και οι πολιτικές αλλαγές θα απομακρύνουν τον Bela Tarr από το κοινωνικό πεδίο -θα ο στραφεί προς άλλες κατευθύνσεις: Karhozat (1987), Satantango (1994), Werckmeister harmoniak (2000): είναι μερικές από τις ταινίες της δεύτερης περιόδου. Σ' αυτές τις ταινίες "ο μελαγχολικός στοχασμός για την κοινωνική διάλυση και την αναίτια βία" συγκλίνει με "μια μεταφυσική εξερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης". Χαρακτηρίζονται οι ταινίες αυτής της περιόδου τόσο από μία ισχυρή αίσθηση του μεταφυσικού, όσο και από μια μαγευτική, σχεδόν υπνωτική ροή εικόνων που σαγηνεύουν τον θεατή. Πλάνα μεγάλης χρονικής διαρκείας, ασυνήθιστες και περίπλοκες κινήσεις της κάμερας, χρήση του ασπρόμαυρου, η ηθική παρακμή, επιρροές από ζωγράφους όπως ο Breughel και Bosch, μνήμες από το σινεμά του Andrei Tarkovsky. Όπως σημειώνει ένας κριτικός: "[Στις ταινίες του Bela Tarr] από το συγκεκριμένο περνάμε στο διφορούμενο, από το χάος στην τάξη, από την τάξη στην αταξία -και όλα αυτά μέσα από ένα λαμπρό κινηματογραφικό ύφος με πλάνα μεγάλης χρονικής διάρκειας και πολύπλοκες κινήσεις της κάμερας. (?) Τα πρόσωπα στις ταινίες του Bela Tarr παλεύουν να βρουν τον δρόμο τους".
Αξίζει αναφοράς μια δήλωσή του για τον τρόπο δουλειάς του, αποκαλυπτική της προσέγγισης του: "Ένα χρόνο πριν το γύρισμα περιφέρομαι και παρατηρώ τα πάντα. Υπάρχει μια ιστορία, αλλά αυτή είναι ένα πολύ μικρό μέρος της ταινίας. Απεχθάνομαι τις ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες: είναι σαν κόμικς. Αφηγούνται πάντα τις ίδιες ιστορίες. Δεν μ' αρέσουν γιατί κάθε ιστορία είναι η ίδια παλιά ιστορία από την Παλαιά Διαθήκη. Μετά την Παλαιά Διαθήκη δεν έχουμε νέες ιστορίες", δηλώνει σε μια συνέντευξή του ο Bela Tarr.
Και σ' αυτήν την δήλωση μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν δημιουργό για τον οποίο το σημαντικό δεν είναι η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά η δημιουργία ενός έργου που να υπερβαίνει την αφήγηση, μιας οπτικής εμπειρίας η οποία να είναι μοναδική και ανεπανάληπτη (να μην μπορεί δηλαδή να αναπαραχθεί από καμία άλλη τέχνη), να είναι δηλαδή απόλυτα κινηματογραφική. .
Δ.Μ.