“Ήθελα να σχεδιάσω μικρές ιστορίες που ήλπιζα να ήταν πρωτότυποι τρόποι μέσω των οποίων να παρουσιάζονται οι άνθρωποι. Αλλά επίσης ήθελα και να εντρυφήσω στις εκπληκτικά γοητευτικές υφές των ηχητικών γρατζουνισμάτων, των τρόπων υποκριτικής και των τεχνικών μοντάζ ενός ξεχασμένου κινηματογραφικού λεξιλογίου.
Και για κάποιο λόγο, αυτό το κινηματογραφικό λεξιλόγιο φαινόταν εξίσου σέξι και νέο όπως οι γυναίκες στις ταινίες του 1920. Φαίνονται, αυτές οι ταινίες κάθε φορά που τις κοιτάω, σαν να είναι παντοτινά νέες και όλο και πιο όμορφες. Έχω την αίσθηση ότι ο ενθουσιασμός που νιώθω είναι κάποια μορφής νεκροφιλία. Αν αυτό είναι η νεκροφιλία, τότε ας είναι έτσι.”
Guy Maddin (1)
Στην πρώτη σκηνή της πρώτης ταινίας του Guy Maddin, με τον τίτλο Tales from the Gimli Hospital (1988), η κάμερα κατεβαίνει από τα σύννεφα προς την επιφάνεια της γης. Στην καθοδική της κίνηση συναντά δύο αγγέλους και κάτι που μοιάζει με κινηματογραφική μηχανή προβολής (… ή μήπως είναι προβολέας;). Η κάμερα ακολουθεί τη δέσμη του φωτός και καταλήγει σε μια επιγραφή με το ομώνυμο του τίτλου νοσοκομείο. Συνεχίζοντας την καθοδική της κίνηση η κάμερα εισέρχεται σ’ ένα δωμάτιο του νοσοκομείου. Εκεί μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη με παραδοσιακή φορεσιά, στο προσκέφαλο της άρρωστης κόρη της αφηγείται στα εγγόνια της, εν είδει αντιπερισπασμού από τη σοβαρότητα της κατάστασης, ένα παράξενο παραμύθι για ένα ψαρά. Το γεμάτο σουρεαλιστικές παραδοξότητες παραμύθι ανδρικού ανταγωνισμού που ακολουθεί, απεικονίζεται και αφηγείται από τον σκηνοθέτη με τους τρόπους του παλιού σινεμά, του βωβού κινηματογράφου και των πρώτων χρόνων του ομιλούντος.
Με τον ίδιο τρόπο, όπως στην πρώτη του ταινία, χρησιμοποιώντας δηλαδή το λεκτικό και το συντακτικό του παλιού κινηματογράφου (2), ο Guy Maddin εδώ και 30 χρόνια αφηγείται στους θεατές των ταινιών του, εν είδει αντιπερισπασμού από τη “σοβαρότητα” του σύγχρονου σινεμά, τις ιστορίες του. Άλλοτε στους χώρους των εικαστικών τεχνών (ως installations ή ως δρώμενα), άλλοτε στο χώρο του διαδικτύου (3) αλλά κυρίως στις κινηματογραφικές αίθουσες, εγκολπώνοντας κυρίως μια αρχαϊκή αισθητική: ό,τι ίσχυε στο σινεμά πριν τις ανατροπές του μοντερνισμού, πριν τον Antonioni και τον Godard.
Για τον Guy Maddin η πραγματικότητα και η καταγραφή της μοιάζει να μην υπάρχει. Ό,τι υπάρχει είναι το σινεμά, οι εικόνες του, οι μυθολογίες του.
“Τα πάντα ήταν φθαρμένα στον κόσμο μου, όταν γεννήθηκα. Το σπίτι μου, τα πάντα σ’ αυτό... ”
Guy Maddin
Ο Guy Maddin αναδύθηκε στον αφρό του σινεμά από το κινηματογραφικό πουθενά: από το Winnipeg, την πρωτεύουσα της πολιτείας Manitoba του Καναδά. Μια πόλη, μια πολιτεία και μια χώρα χωρίς κάποια άξια λόγου κινηματογραφική βιομηχανία. Ό,τι συνιστά την εκπαίδευση του υπήρξε η κινηματογραφοφιλία του (4). Μια κινηματογραφοφιλία, όχι ευρεία σε μια πρώτη προσέγγιση και όχι όλου του σινεμά, αλλά περιορισμένη και προσανατολισμένη προς το παλιό σινεμά, το αρχαϊκό (5). Μια κινηματογραφοφιλία, όμως που είναι στιγματισμένη από τη φθορά του χρόνου: οι εικόνες του παλιού σινεμά που ο Guy Maddin λατρεύει (... και τις οποίες αναπαράγει) είναι διάστικτες από τα σημάδια του χρόνου .
Η λατρεία αυτή για τις παλιές, φθαρμένες εικόνες υπήρξε καταλυτική για τον σκηνοθέτη, γιατί ήταν αυτή που τον εφοδίασε με το αισθητικό του οπλοστάσιο (... και όχι μόνο). Από τις εικόνες της πρώτης του ταινίας Tales from the Gimli Hospital (1988) μέχρι και το The Forbidden Room (2015), ο Guy Maddin αναπαρήγαγε την αρχαϊκή, την πεπαλαιωμένη αισθητική: τις γωνίες λήψεις, τη σύνθεση του πλάνου, το φωτισμό, το μοντάζ, το ύφος της μουσικής, τα ντεκόρ, το υποκριτικό ύφος των ηθοποιών, δηλαδή όλες τις κινηματογραφικές συμβάσεις του παλιού σινεμά (6). Όλη φιλμογραφία του Guy Maddin ορίζεται από δύο μεγάλες κινηματογραφικές παραδόσεις της εποχής του βωβού : τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό και το Σοβιετικό σινεμά των πρώτων δεκαετών μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τροφοδοτείται, κυρίως, όμως, από την χολιγουντιανή επικράτεια: τα κινηματογραφικά της είδη και τον μελοδραματισμό της. Διατρέχοντας πρόχειρα τις ταινίες της φιλμογραφίας του, είτε μεγάλου μήκους είτε μικρού, μπορεί κάποιος να εντυπωσιαστεί από το εύρος των αναφορών σε σκηνοθέτες: Yakov Protazanov, Sergei Eisenstein, Aleksandr Dovzhenko, Dziga Vertov, Abel Gance, Ernst Lubitsch, Fritz Lang, Archie Mayo, Leni Riefenstahl, Bela Balazs, F.W. Murnau είναι μόνο μερικοί από τους σκηνοθέτες στο έργο των οποίων γίνονται αναφορές. Ωστόσο, η αναπαραγωγή του παλιού σινεμά δεν είναι απολύτως ακριβή: μικροί αναχρονισμοί – ή ανορθογραφίες- υπονομεύουν την “πιστή αντιγραφή” του παλιού σινεμά. Ο θεατής δεν βρίσκεται μπροστά, σε μια πιστή αντιγραφή –αναπαράσταση, αλλά έχει αντίθετα πλήρη συνείδηση του χρόνου που πέρασε από τότε που οι εικόνες πρωτοδημιουργήθηκαν.
Ό,τι βλέπουμε σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Guy Maddin δεν είναι η απαστράπτουσα αναβίωση του παλιού σινεμά, αλλά η γεμάτη φθορές και στίγματα από το χρόνο εκδοχή του: οι ταινίες του Guy Maddin έρχονται κατευθείαν από το παρελθόν και γι’ αυτό κουβαλούν πάνω τους τα σημάδια και τις φθορές του χρόνου. Είναι ένα σινεμά νεκρό, σε αποσύνθεση και ό,τι βλέπουμε δεν είναι παρά τα σημάδια της φθοράς. Αυτό που εντέλει αναπαράγεται με πιστότητα είναι η αίσθηση του παλιού και του φθαρμένου, η εμπειρία της θέασης του παλιού σινεμά σήμερα.
Αυτή η στάση του Guy Maddin, ο αναχρονισμός του -να ζει στα τέλη του 20ου αιώνα και να “μιλά” οπτικά με τη γλώσσα των αρχών του αιώνα-, αντιμετωπίστηκε από τους σύγχρονούς του ως πειραματισμός και “avant-garde” (7), μια αισθητική χειρονομία τόσο σύμφωνη με την μεταμοντέρνα ατμόσφαιρα του τέλους του 20ου αιώνα Ό,τι διείδαν όσοι του έδωσαν αυτόν το χαρακτηρισμό είναι η ενασχόληση του, όχι τόσο με το θέμα και την αφήγηση, αλλά κυρίως με το υλικό καταγραφής -δηλαδή το φιλμ, στις αρχές της καριέρας του, και το ψηφιακό μέσο αργότερα (8). Είναι η αίσθηση του χειροποίητου που αναδύουν όλες οι ταινίες του, ακόμα και το The Forbidden Room , μια ταινία όπου χρησιμοποιούνται οι “ευκολίες” του ψηφιακού μέσου. Μια αίσθηση χειροποίητου μοναδική για μια βιομηχανία όπως είναι ο κινηματογράφος.
Επιπλέον, αυτή η κινηματογραφοφιλία του Guy Maddin προσέφερε και τα κινηματογραφικά είδη μέσα στα οποία η κάθε ταινία του εντάσσεται (9). Το εύρος των κινηματογραφικών ειδών που εντρυφεί είναι ενδεικτικό μιας κινηματογραφοφιλίας χωρίς όρια: το κοσμοπολίτικο πολεμικό μελόδραμα στο Archangel (1990), η βαμπιρική ταινία και η χορευτική ταινία στο Dracula, Pages From a Virgin's Diary (2002), η μουσική ταινία στο The Saddest Music in the World (2003), η ορειβατική στο Careful (1992), η γκανγκστερική αλλά και η ταινία τρόμου στο Keyhole (2011) και στο Brand upon the Brain! (2006), το παραμύθι στα Tales from the Gimli Hospital και Twilight of the Ice Nymphs (1997), και τέλος το ντοκιμαντέρ στο My Winnipeg (2007). Βέβαια πίσω από τις συμβάσεις ενός κινηματογραφικού είδους, που για τον σκηνοθέτη αποτελούν μάλλον το raison d'être της ταινίας και από κάθε ιστορία που ο σκηνοθέτης αφηγείται, οι λογοτεχνικές αναφορές -διασκευές βρίθουν: το μυθιστόρημα του Henry Green Back (1946) στο Archangel, το μυθιστόρημα Pan (1894) του Knut Hamsun και το διήγημα "La Vénus d'Ille" (1837) του Prosper Mérimée στο Twilight of the Ice Nymphs, Οδύσσεια του Ομήρου στο Keyhole.
“Στη ζωή μας, το μελόδραμα είναι η υπερβολή: είναι η αφήγηση των ονείρων μας, η οποία στους τρόμους και τις επιθυμίες της νύχτας αποδίδει τον προσήκοντα σεβασμό. Είναι το χάος της καθημερινότητας ταξινομημένο σε μια υπάκουη επιλογή προσώπων -χαρακτήρων τους οποίους μπορούμε να κατανοήσουμε .... Αυτές οι μεγεθύνσεις συμβαίνουν στους εφιάλτες μας και στις ταινίες μας ξανά και ξανά, όχι από έλλειψη καλού γούστου, αλλά επειδή είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ. Το μελόδραμα διευκολύνει την αναγνώριση των αληθινών μας συναισθημάτων. (...) Όλες οι καλές ιστορίες περιέχουν τουλάχιστον κάποια ίχνη μελοδράματος”. (10)
Κάθε ιστορία που αφηγείται στις ταινίες του έχει μια μελοδραματική υφή. Ακόμα και οι πιο προσωπικές του, όσες δηλαδή ανήκουν στην προσωπική του τριλογία “Me Trilogy” με τις ταινίες My Winnipeg, Brand upon the Brain!, Cowards Bend The Knee (2003) σφραγίζονται από τον μελοδραματισμό. Ενεργώντας ως ενισχυτής των συναισθηματικών κορυφώσεων και των δραματικών συγκρούσεων, το μελόδραμα είναι σε απόλυτη αρμονία με την αισθητική του κινηματογράφου του Guy Maddin: καμία αποστασιοποίηση. Ωστόσο πολύ συχνά -και συχνότερα στις μικρού μήκους ταινίες- εντοπίζουμε μια ειρωνική οπτική να συνυπάρχει με ένα έντονο μελοδραματισμό. Όμως αυτή η ειρωνεία ποτέ δεν οξύνεται και δεν υπονομεύει τον μελοδραματισμό, ούτε φυσικά την αισθητική του παλιού. Αυτό το ειρωνικό βλέμμα μοιάζει πολλές φορές ως το βλέμμα ενός σύγχρονου θεατή καθώς βλέπει αποστασιοποιημένος ταινίες του παλιού σινεμά, ταινίες που μιλούν μια άλλη από την κρατούσα σήμερα, οπτική γλώσσα.
Κάτω και πέρα από αυτήν την αναβίωση του παλιού σινεμά, τη φθορά, την αποσύνθεση και το διάχυτο μελοδραματισμό ή την ειρωνική οπτική που υπάρχει στην επιφάνεια της εικόνας, υπάρχουν οι θεματικές ενός δημιουργού: ο σεξουαλικός πόθος, η οικογενειακή εστία και οι τραυματισμοί της, ο πόνος της απώλειας, η μνήμη και η αμνησία (11). Αυτή είναι η Αλήθεια του σκηνοθέτη που αποδίδεται μέσα από το μελόδραμα.
Ακριβώς εδώ έγκειται και η ουσία για το σινεμά του Guy Maddin: αποφεύγοντας τον πραγματικό κόσμο (και τις αναπαραστάσεις του) και βρίσκοντας καταφύγιο στο παλιό σινεμά, δημιουργεί ταινίες νοσταλγίες ενός κόσμου που ο χρόνος σάρωσε. Όπως η προ πολλού χαμένη οικογενειακή εστία και τα ανεξίτηλα σημάδια που έχει αφήσει στο δημιουργό, τις πληγές που έχει δημιουργήσει. Ή οι τόποι, οι χώροι, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα που η ροή του χρόνου σάρωσε. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διασκεδαστεί ο πόνος της απώλειας, να διασωθούν από τη λήθη αυτές οι παλιές εικόνες, αυτοί οι παλιοί τρόποι, αυτά τα παλιά συναισθήματα, είναι το σινεμά του Guy Maddin.
Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2019
Δημήτρης Μπάμπας
1 Συνέντευξη του Guy Maddin στον Jeremy Smith, “Mr. Beaks gets to the root of brilliance with Guy Maddin—an absolute genius!” Ain’t It Cool News , 30/4/2004, http://www.aintitcool.com/node/17448
2 Και κάποιες φορές χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις εικόνες του παλιού σινεμά, όπως συμβαίνει με την ταινία The Green Fog (2017), σε συν-σκηνοθεσία Evan Johnson, Galen Johnson, Guy Maddin. Εξαίρεση στον (αισθητικό) κανόνα αποτελεί η μικρού μήκους ταινία Bring Me the Head of Tim Horton (Evan Johnson, Galen Johnson, Guy Maddin, 2015) ένα “πειραγμένο” making of της ταινία του Paul Gross, Hyena Road, ένα σχόλιο για τον πόλεμο στο Ιράκ και τις πολεμικές ταινίες.
3 Όπως ο ιστότοπος Seances [http://seances.nfb.ca/], ένας διαδικτιακός τόπος που δημιούργησε ο Guy Maddin και ο οποίος περιγράφεται ως “μια ακούραστη μηχανή παραγωγής ταινιών που σκόπιμα δημιουργεί ταινίες μόνο και μόνο για να τις καταστρέψει μετά από μία και μοναδική προβολή τους.” Ή επιπλέον ο επίσημος ιστότοπος του Guy Maddin, όπου υπάρχει μια παρουσίαση- έκθεση των κολάζ του σκηνοθέτη [https://guy-maddin.com/collage/], όλα με εικόνες παλιές, κάποιες κινηματογραφικές και κάποιες άλλες όχι.
4 Ο Guy Maddin στη συνέντευξή του στον William Beard περιγράφει το πως ήρθε σε επαφή με το παλιό σινεμά την εποχή πριν από το βίντεο μέσα από φθαρμένες κόπιες 16mm. Συν-θεατές του σ’ αυτές τις προβολές οι καθηγητές κινηματογράφου στην τοπική κινηματογραφική σχολή, οι Georges Toles (και σε αρκετές ταινίες του συνεργάτης στο σενάριο), Steve Snyder και ένας έλληνας τότε φοιτητής ο Δημήτρης Κερκινός. [http://www.artsrn.ualberta.ca/william_beard/Maddin%2005%20interview.html]
5 Καθώς τα χρόνια περνούν ο σκηνοθέτης φαίνεται να διευρύνει το πεδίο της κινηματογραφοφιλίας του (και της αισθητικής του), χωρίς να απομακρύνεται από το χώρο των κινηματογραφικών ειδών και τη χολιγουντιανή παράδοση στρέφεται και στα ύστερα χρόνια του χολιγουντιανής παντοκρατορίας.
6 Η αναπαραγωγή του παλιού σινεμά, και πιο συγκεκριμένα του βωβού, έφθασε στο απόγειό της με την μικρού μήκους ταινία The Heart of the World (2001).
7 Κάτι που ο σκηνοθέτης αρνείται στη συνέντευξή του στον William Beard [http://www.artsrn.ualberta.ca/william_beard/Maddin%2005%20interview.html]
8 Για να αποδοθεί η αίσθηση του παλιού ο Guy Maddin χρησιμοποιεί στην πρώτη φάση της καριέρας του κάμερες Super8, 16mm και Bolex (μια μικρή σε μέγεθος κάμερα των 16 mm) και αργότερα, όπως στην ταινία The Forbidden Room ψηφιακά εφέ.
9 Στην περίπτωση του The Forbidden Room πρόσφερε και την αφήγηση: κάθε επεισόδιο της ταινίας είναι αναδημιουργία μιας παλιάς χαμένης ταινίας .
10 Guy Maddin, From the Atelier Tovar: Selected Writings of Guy Maddin, Ontario: Coach House Books, 2003
11 Οι θεματικές αυτές είναι κεντρικές στις πιο προσωπικές ταινίες του σκηνοθέτη, όπου ο κεντρικός ήρωας έχει το όνομα Guy Maddin, δηλαδή στην τριλογία “Me Trilogy” με τις ταινίες My Winnipeg, Brand upon the Brain!, Cowards Bend The Knee. Οι υπόλοιπές ταινίες του σκηνοθέτη οργανώνονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γύρω από αυτές.