Μια ποιητική και διεισδυτική ματιά στο πώς οι άνθρωποι αγωνίζονται να έρθουν σε επαφή μέσα σ έναν απομονωτικό σύγχρονο κόσμο.
Η Κριστίν Τζέσπερον είναι μια μοναχική καλλιτέχνις που εργάζεται ως σοφέρ ηλικιωμένων. Στην καθημερινή της ζωή, όπως και στην τέχνη της, η Κριστίν ανακατεύει την πραγματικότητα με τη φαντασίωση. Ο Ρίτσαρντ Σουέρζι είναι πωλητής παπουτσιών και πρόσφατα χωρισμένος. Πατέρας δύο αγοριών, είναι έτοιμος να του συμβούν καταπληκτικά πράγματα. Αλλά όταν γνωρίζει την αξιαγάπητη Κριστίν, πανικοβάλλεται. Η ζωή είναι λιγότερο περίπλοκη για τον 7χρονο γιο του Ρίτσαρντ, Ρόμπι, ο οποίος έχει σχέση με μια άγνωστη μέσω του internet,και για τον 14χρονο αδελφό του, Πίτερ, ο οποίος γίνεται πειραματόζωο για τα κοριτσάκια της γειτονιάς που εξασκούνται για το μέλλον τους ως ερωμένες και σύζυγοι.
Γυρισμένο στο Λος Άντζελες, αλλά μακριά από τα Χολιγουντιανά πρότυπα, το έργο της Miranda July παρατηρεί συνηθισμένους ανθρώπους, με τις παραξενιές, τις συνήθειες και τις αδυναμίες τους, καθώς προσπαθούν να έρθουν σε επαφή και να επικοινωνήσουν. Η επιθυμία τους συγκρούεται με την ανασφάλειά τους, και η July «εκμεταλλεύεται» τις τρικλοποδιές που βάζουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες στους εαυτούς τους με ανθρωπιά και παιχνιδιάρικη διάθεση, προβάλλοντας μια σπάνια φρεσκάδα και γοητευτικό μπρίο.
Η Miranda July (Μιράντα Τζουλάι) γεννήθηκε στην πολιτεία του Βερμόντ το 1974, είναι performance artist, μουσικός, συγγραφέας και σκηνοθέτις. Οι μικρού μήκους ταινίες της έχουν προβληθεί διεθνώς και οι multi-media παραστάσεις της έχουν παρουσιαστεί σε μερικά από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, Me and You and Everyone We Know/ Εγώ, εσύ και όλοι οι γνωστοί, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Σάντανς, όπου κέρδισε το ειδικό βραβείο της επιτροπής και προβλήθηκε επίσης στις Κάννες, όπου κέρδισε τέσσερα βραβεία, μεταξύ των οποίων και τη Χρυσή Κάμερα.
Η Miranda July δηλώνει σχετικά με την ταινία: "Ενδιαφέρομαι για ανθρώπους που θέλουν να έρθουν «κοντά» - ως γείτονες, οικογένεια, ζευγάρι αλλά δεν έχουν τα μέσα να το κάνουν. Μερικές από τις πιο αποτελεσματικές ιεροτελεστίες για να έρθεις κοντά με τον άλλον έρχονται μέσα από την καταστροφή. Μετά την εξομάλυνση της καταστροφής, ακολουθεί νοσταλγία για την αθωότητα που προηγήθηκε της κρίσης. Και μετά τη νοσταλγία κυριαρχεί ένα σαρωτικό συναίσθημα ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Αυτή είναι μια ταινία, όπου πολύ λίγα αλλάζουν αλλά οι μικρές κινήσεις που πραγματοποιούνται συμβαίνουν λόγω της ικανότητας των χαρακτήρων να αντιστέκονται στη στιγμή, να παραμένουν ανοιχτοί απέναντι σ όλα τα σκατά που συμβαίνουν. Προκαλούνται διαρκώς από κρίσεις, αλλά τα πραγματικά δράματα είναι μικροσκοπικά. Επειδή η ταινία εκτυλίσσεται στο παρόν, διαποτίζεται με ένα είδος σεξουαλικότητας, το οποίο ορίζεται από τη μοναξιά και την εκούσια απομόνωση. Ετούτοι οι άνθρωποι επιλέγουν έμμεσα, αν όχι δύσβατα, μονοπάτια για να συναντήσουν ο ένας τον άλλον, διότι δεν είναι σίγουροι αν υπάρχει όντως κάποιος να τους περιμένει στην άλλη πλευρά του δρόμου, του email, της μέρας που ακολουθεί τη νύχτα της φαντασίας ".
(πηγή: δελτίο τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)