1985. O Gus Van Sant (Γκας Βαν Σαντ) ο δημιουργός του Drugstore cowboy και του My own private Idaho σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία το Mala noche, ταινία που αργότερα και όχι μόνο λόγω της διαδρομής του σκηνοθέτη θα αποκτήσει cult status.
Γυρισμένο με μηδενικό budget και την απολύτως απαραίτητη τεχνική υποδομή, σε ένα ατμοσφαιρικό, υψηλού κοντράστ ασπρόμαυρο, το Mala noche («κακή νύχτα» στα ισπανικά) είναι το ιμπρεσιονιστικό πορτρέτο ενός κόσμου «στο περιθώριο». Σκηνικό του οι υγροί δρόμοι και τα παρακμιακά μοτέλ της μικρής, επαρχιακής πόλης του Πόρτλαντ στην πολιτεία του Όρεγκον, ήρωες του ο ταμίας ενός παντοπωλείου και το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, ένας νεαρός Μεξικανός μετανάστης που βρίσκεται παράνομα στη χώρα. Κοινωνικά απόκληροι και οι δύο, διασκεδάζουν το αδιέξοδο της μίζερης ύπαρξης τους σε ένα παιχνίδι εξουσίας, με τους ρόλους του εξουσιαστή και του εξουσιαζόμενου να εναλλάσσονται συνεχώς.
Ο Gus Van Sant προσεγγίζει τα πρόσωπα του με αμεσότητα, σκιαγραφώντας χαρακτήρες απτούς, γοητευτικά αυθεντικούς, και εικονογραφεί τις ζωές τους με διάθεση ποιητική, χωρίς όμως, σε καμία περίπτωση, να τις εξωραΐζει ή να τις αισθητικοποιεί. Η εικόνα του φιλμ είναι «καθαρή», γνήσια αντανάκλαση του κόσμου που καθρεφτίζει. Αυτή είναι η σπουδαιότερη αρετή και η μεγαλύτερη ομορφιά του.
Ο Gus Van Sant δηλώνει σχετικά για την ταινία: «Τον καιρό που έκανα το ‘Μala Noche’, λίγοι πίστεψαν (βάζω και τον εαυτό μου μέσα). Ήρθε σε μια εποχή που στην Αμερική το γκέι φιλμ, ήταν κάτι σαν ανέκδοτο. Υπήρχαν ξένες ταινίες με γκέι χαρακτήρες και θεματολογία, που έβλεπα κατά καιρούς. Το αμερικάνικο σινεμά μέχρι τότε, δεν τολμούσε να αρθρώσει με καθαρότητα, έστω μέρος της γκέι αισθητικής. Τότε υπήρχαν διεθνή γκέι φεστιβάλ, όπου μπορούσες να δεις 7 ή 8 ταινίες στο στυλ και την υφολογία του Τένεσι Γουίλιαμς. Αντίστοιχα δεν θυμάμαι να είχα δει κανένα παρόμοιο αμερικάνικο φιλμ, εκτός αν ήταν κάποιο ‘μοδάτο’ γκέι πορνό. Αυτά πουλάνε εισιτήρια, και άγνοια βέβαια".
Και συνεχίζει: " Θυμάμαι κρατούσα το βιβλίο του Walt Curtis μπροστά μου και σκεφτόμουν, να μια ιστορία που θα ήθελα να την είχα γράψει εγώ. Λάτρεψα τους χαρακτήρες. Ιδιαίτερα ο πρωταγωνιστής (Γουόλτ/Tim Streeter) μου έβγαζε μια αδίστακτη απελπισία, αν μπορώ να το πω έτσι. Η αυτοκαταστροφική εμμονή του Γουόλτ, μπορεί να αγγίξει κάλλιστα ευρύτατο κοινό, είτε είναι γκέι είτε όχι. Δεν είναι θέμα ταμπέλας, αλλά ζήτημα δόμησης αισθημάτων.»
Σχετικά με τα γυρίσματα αναφέρει: «Η ταινία γυρίστηκε εξ’ ολοκλήρου στο Πόρτλαντ. Η σεναριακή προετοιμασία πήρε ένα χρόνο και άλλον μισό πήρε η εξασφάλιση των χρημάτων. Δούλευα σε μια διαφημιστική εταιρία και έπαιρνα καλά λεφτά. Δεν ήξερα πόσα χρειάζονται για να χρηματοδοτήσω την ταινία μου. Μόλις μάζεψα 20.000 δολάρια, είπα ‘Αυτό είναι!’ και παραιτήθηκα. Καιρός να κάνω ταινίες για τον εαυτό μου.»
Ααναφερόμενος στα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Gus Van Sant δηλώνει: «Ένα από τα μεγάλα μου προβλήματα ήταν να βρω τον Τζόνι (Doug Cooeyate). Στο βιβλίο ήταν ένας χαρακτήρας 16 χρόνων, μεξικάνικης καταγωγής. Έψαξα και βρήκα πιτσιρικάδες στο δρόμο που ενδιαφέρονταν για το ρόλο. Αλλά όταν έπεφτε στο τραπέζι των «διαπραγματεύσεων» το θέμα της γκέι έλξης, οι περισσότεροι γίνονταν καπνός. Αυτό γινόταν λόγω του απόλυτου σεβασμού που έχει το σινεμά στην μεξικάνικη κουλτούρα. Είναι κάτι σαν εκκλησία. Αξεπέραστο. Για την ιστορία τον ρόλο τον πήρε ένα παιδί που ήταν μέλος μιας ινδιάνικης φυλής της Νοτίου Αμερικής.»
(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, σημειώσεις για την παραγωγή)