Ο Τοντ Σόλοντζ (Tod Solondz) έχει ένα έργο το οποίο είναι γεμάτο απο τις σκοτεινές εκδοχές της αμερικάνικης κοινωνίας: Οι ταινίες του Welcome to Dollhouse (Καλωσήλθατε στο Κουκλόσπιτο) και Happiness (Ευτυχία) τον κατατάσσουν στον χώρο του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά.
Παρόλο που ο ίδιος έχει ισχυριστεί στο παρελθόν ότι οι ταινίες είναι κωμωδίες -"ίσως λίγο πιο πικρές από τις άλλες"-, πίσω απο το κωμικό στοιχείο μπορούμε να διακρίνουμε την ανατρεπτική ματιά ενός ανεξάρτητου δημιουργού: στις ταινίες του βασικές συντεταγμένες του "αμερικάνικου ονείρου" όπως είναι η κοινωνία ή παιδική ηλικία, αποδομούνται και διακωμωδούνται. Βασικό σχήμα στην δραματική πλοκή είναι η εναλλαγή αναμεσα στο κωμικό (την σάτιρα) και το τραγικό στοιχείο: στο τέλος οι ήρωες (που προηγουμένως ο σκηνοθέτης έχει διακωμωδήσει) φαίνεται να συντρίβονται απο το κοινωνικό περιβάλλον, τις κοινωνικές αξίες, την υποκριτική ηθική της κοινωνίας τους.
Η πλέον πρόσφατη ταινία του Tod Solondz, με τον τίτλο Storytelling αποτελείται απο δύο τμήματα: το πρώτο είναι της "μυθοπλασίας" (Fiction) και το δεύτερο του "ντοκουμέντου" (Non Fiction). Ωστόσο υπάρχει ένα κοινό έδαφος γι' αυτά τα δύο διαφορετικά μέρη: ο σκηνοθέτης προσφέρει στον θεατή μια αιχμηρή, αιρετική και αντισυμβατική προσέγγιση στην πραγματικότητα.
Δυο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες έχουν μια κοινή θεματική βάση, καθώς διαδραματίζονται σ' ένα λύκειο κι ένα κολέγιο και προσεγγίζουν, με τόλμη, τα θέματα του σεξ, των φυλετικών διακρίσεων, της δημοτικότητας, της εκμετάλλευσης.
Πρωταγωνίστρια της πρώτης "μυθοπλαστικής" του ιστορίας η Σέλμα Μπλερ στο ρόλο της ξανθιάς, ενθουσιώδους φοιτήτριας που ανοίγει την ταινία με μια, τουλάχιστον εντυπωσιακή, σκηνή σεξ (παρτενέρ ο φίλος και συμμαθητής της Λέο Φιτζπάτρικ) για να καταλήξει αργότερα στο κρεβάτι του Αφροαμερικανού συγγραφέα, κατόχου του βραβείου Πούλιτζερ και καθηγητή της.
Στο δεύτερο μέρος πρωταγωνιστής είναι ένας φέρελπις σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, του οποίου η καινούργια δημιουργία έχει ως θέμα τη ζωή των προβληματικών εφήβων της Αμερικής και "ήρωα" έναν νεαρό που αρνείται κατηγορηματικά να κάνει σχέδια για το μέλλον του δυσαρεστώντας τους Εβραίους, νεόπλουτους γονείς του.
Το τμήμα αυτό είναι κάτι παραπάνω απ' ένα απλό σχόλιο για τις πιέσεις οι νεαροί σκηνοθέτες από τις συντηριτικές οικογένειες. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν προσωπικό τόνο, καθώς ο Σόλοντζ θέτει θαραλλέα ερωτήματα στον ίδιο του τον εαυτό - σκηνοθέτη.
Ο Σόλοντζ επισημαίνει και στα δύο μέρη (και με όλους τους δυνατους τρόπους) ζητήματα που κυριαρχούν, στο επίπεδο των ιδεών, στην αμερικάνικη κοινωνία: όπως οι φυλετικές διακρίσεις, οι "πολιτικά ορθές" συμπεριφορές, τα κοινωνικά στερεότυπα, το ολοκαύτωμα και άλλα.
Το σκληρό, μαύρο και πολλές φορές ανελέητο και κυνικό χιούμορ του αποκαλύπτει την κρυφή όψη των πραγμάτων: για τον σκηνοθέτη η γνώμη που σχηματίζουμε για τους ανθρώπους με βάση τα κριτήρια της "πολιτισμένης" κοινωνίας δεν είναι παρά μια απλή μυθοπλασία (δηλάδή ψέματα).