του Wes Anderson
(τα σχόλια του σκηνοθέτη για την ταινία)
Η οικογένεια Τένενμπαουμ είναι μάλλον μια ασυνήθιστη περίπτωση συνεύρεσης... μυαλών: και τα τρία παιδιά του Ρόιαλ και της Εθελάιν παρουσιάζουν ένα ξεχωριστό είδος "ιδιοφυίας". Ο Κας αγοράζει και πουλάει ακίνητα από την εφηβεία του κιόλας, διαθέτοντας μία μάλλον ασυνήθιστη αντίληψη και κατανόηση της διεθνούς οικονομίας. Η Μάργκοτ έχει ένα μοναδικό ταλέντο στο γράψιμο και, ενώ είναι ακόμα μαθήτρια, κερδίζει βραβείο με έπαθλο 50.000 δολάρια για το πρώτο της θεατρικό έργο. Ο Ρίτσι αποδεικνύεται μοναδικός στο τένις και κατακτά για τρεις συνεχόμενες χρονιές το αμερικανικό πρωτάθλημα εφήβων. Όμως, εντελώς ξαφνικά κι ενώ τα τρία παιδιά βρίσκονται στην πιο τρυφερή τους ηλικία, ο Ρόιαλ Τένενμπαουμ αποφασίζει να τους εγκαταλείψει. Μετά από αυτό, τα παιδιά-φαινόμενα βιώνουν μέσα στην ίδια τους την οικογένεια δύο δεκαετίες προδοσίας, αποτυχίας και απογοήτευσης εξαιτίας του πατέρα τους. Μέχρι που εκείνος επανέρχεται στο προσκήνιο μια χειμωνιάτικη μέρα για να βάλει τα πράγματα σε τάξη.
Στις γραμμές που ακολουθούν ο Wes Anderson σχολιάζει τα της ταινίας...
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ
Ο Owen (Wilson, σεναριογράφος της ταινίας) και εγώ συζητούσαμε για να κάνουμε κάποια στιγμή ένα γουέστερν. ’ρχισα να έρχομαι όλο και πιο συχνά στην Νέα Υόρκη, και είχα την ιδέα να κάνω μια νεοϋρκέζικη ταινία με τον Luke Wilson. Την φανταζόμουν ασπρόμαυρη και ήξερα ότι θα έπρεπε να έχει το τραγούδι της Nico, These Days.
Μετά είχα το Κουαρτέτο Εγχόρδων του Ravel σε f major και μια σκηνή όπου βλέπουμε το κάθε όνομα των χαρακτήρων της ταινίας, ενώ αυτοί να κοιτάζουν στην κάμερα.
Μία από τις εμπνεύσεις μου ήταν και η ταινία του Luis Malle, Le Feu Follet, η οποία έχει την ίδια μουσική του Eric Satie που ακούγεται και στο σπίτι του χαρακτήρα που υποδύεται ο Owen.
Πήγαινα συχνά στο U.S. Open και σκέφθηκα την κατάρρευση του Luke στο γήπεδο του τένις, ωστόσο δεν ήξερα που θα οδηγούσε αυτή.
Ένα άλλο (που οδήγησε σ' αυτή την ταινία) ήταν ότι ήθελα να κάνω μια οικογενειακή ιστορία που να είναι εμπνευσμένη από τους The Magnificent Ambersons (σ.τ.μ. ταινία του Orson Welles). Καταρχάς έγραψα την σκηνή χωρίς να υπάρχει σ' αυτήν κανένα πρόσωπο- ήταν απλώς μια περιήγηση στο σπίτι. Ύστερα τα παιδιά ενσωματώθηκαν σ' αυτή και άρχισε να μορφοποιείται.
Μετά ένα είδος ταινίας που θα ήθελα πραγματικά να κάνω είναι μία ταινία "σπιτιού" με ρομαντική αίσθηση : οικογενειακές ίντριγκες σ' ένα σπίτι όπως Ο Κανόνας του Παιχνιδιού (σ.τ.μ. ταινία του Jean Renoir), όπου τα πάντα υπάρχουν αλληλεπιδράσεις. Ήθελα λοιπόν να κάνω μία ταινία με διαφορετικές ομάδες προσώπων όπου όλοι βρίσκονται μαζί σ' ένα σπίτι.
Μετά το Rushmore άρχισα να έχω τους χαρακτήρες -και ο Owen και εγώ περάσαμε ένα μήνα στο Dallas και ένα στην Νέα Υόρκη, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι ακριβώς επρόκειτο να είναι η ταινία. Κάπου στην πορεία ο χαρακτήρας του Royal άρχισε να αποκτά υπόσταση και τότε ιστορία άρχισε να δημιουργείται.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ;
’ρχισα να λεω ότι οι ταινίες μου είναι κωμωδίες, γιατί ήταν απλό: είναι μία απάντηση και δεν ακούγεται επηρμένο. Δεν το σκέφθηκα καθόλου. Προφανώς προσπαθούμε να κάνουμε κάτι που δεν κατατάσσεται σε καμία κατηγορία. Ο κόσμος όμως θέλει κατηγορίες.
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ήθελα οι χαρακτήρες της ταινίας να έχουν μια στολή. Αισθανόμουν οτι αν υπήρχε μία στολή για τους ηθοποιούς, τότε κάθε φορά που θα την φορούσαν θα μπορούσαν να αλλάξουν, απ' αυτό που ήταν πριν να φθάσουν στο πλατώ. Και επιπλέον κατά κάποιο τρόπο τούς ενοποιεί στην διάρκεια της ταινίας.
Βασικά αυτή είναι η διαδικασία: γράφεις την ιστορία και το σενάριο, το οποίο για μένα περιλαμβάνει όλα τα σκηνικά και τα αντικείμενα. Έτσι καταρχάς υπάρχουν οι χαρακτήρες και τα αξεσουάρ τους -κάτι όμως που δεν είναι ακριβές όσον αφορά το Bottle Rocket (σ.τ.μ. πρώτη ταινία του σκηνοθέτη) . Εκεί είχαμε ως στόχο μια πιο γκονταρική, μινιμαλιστική αισθητική. Το Rushmore (σ.τ.μ. προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη) ήταν γεμάτο από αντικείμενα: υπήρχαν τόσα πολλά βραβεία και μετάλλια και νομίσματα και μικρά αντικείμενο. Και αυτή η ταινία είναι γεμάτη.
’ν κάποιος κατά την διάρκεια του Rushmore μου έλεγε ότι στην επόμενη ταινία μου θα είχα κόκκινους ριγέ τοίχους θα του έλεγα "Τι είναι αυτά που λες. Θα έχουμε λευκούς τοίχους".
Με τις ταινίες μας υπάρχει ένα σημείο κομβικό που καθορίζει την τονικότητα: τι είναι ή δεν είναι αποδεκτό ως πραγματικό. Και υπάρχει αυτός ο τόνος που δεν γίνεται αμέσως αντιληπτός. Κάποιος το αντιλαμβάνονται αμέσως και άλλοι δεν τον βρίσκουν. Είναι μία συνειδητή επιλογή να δημιουργείς μία πραγματικότητα μέσα στην οποία θα ζούν τα πρόσωπα της ταινίας: το συναρπαστικό είναι όταν κατασκευάζεις γι' αυτούς έναν ολόκληρο κόσμο.
(Αποσπάσματα από συνέντευξη του Wes Anderson στο περιοδικό Film Comment, Nov/ Dec 01).