Δεύτερη ταινία της Sofia Coppola μετά το The Virgin Suicides, το Lost in Translation είναι μια περιήγηση, σε μια εξωτική -για ένα δυτικό βλέμμα- χώρα την Ιαπωνία και παράλληλα μια ιδιαίτερη και παράδοξη ιστορία αγάπης.
Κεντρικά πρόσωπα είναι δύο δυτικοί -ένας μεσήλικας άνδρας και μια νεαρή γυναίκα- που βρίσκονται ξαφνικά μόνοι στο Τόκιο. Ο Bob Harris και η Charlotte είναι δύο αμερικανοί που βρίσκονται στην ιαπωνική πρωτεύουσα. Ο Bob είναι ένας σταρ του Χόλιγουντ και έχει έρθει για να γυρίσει ένα διαφημιστικό για μια τοπική μάρκα ουίσκι, μια πρακτική αρκετά κοινή για τους χολιγουντιανούς σταρ. Η Charlotte συνοδεύει τον σύζυγο της έναν φωτογράφο αφοσιωμένο στην δουλειά του. Η αλλαγή περιβάλλοντος και το jetlang έχουν ως αποτέλεσμα την αϋπνία έτσι και οι δύο θα βρεθούν μόνοι τους στο μπαρ του ξενοδοχείου που μένουν. Η συνάντηση τους γρήγορα θα εξελιχθεί σε μια ενθουσιώδη και συναρπαστική φιλία. Ο Bob και η Charlotte ζώντας σε μια άγνωστη πόλη σιγά-σιγά θα δουν την ζωή από μια άλλη οπτική γωνία και νέες δυνατότητες θα τους αποκαλυφθούν.
Το χάος και τις προκλήσεις της προσωπικής της ζωής καλείται να αντιμετωπίσει και η νεαρή ηρωίδα. Προσωρινή ένοικος ενός διαφορετικού στις αξίες και τα ήθη πολιτισμού (του ιαπωνικού) καλείται να αποφασίσει για τους δρόμους που θα ακολουθήσει στην ζωή. Η συνάντηση της με τον σε προσωπική κρίση χολιγουντιανό σταρ είναι αποκαλυπτική: η κόπωση από την διαδρομή μιας ζωής που τον ταλανίζει μοιάζει ως μια κακή πρόβλεψη για το μέλλον στα μάτια της ηρωίδας. Αντίθετα ο αυτοσαρκασμός του και μια ανατρεπτική των πραγμάτων διάθεση που τον χαρακτηρίζουν δείχνουν ως το αναγκαίο αντίβαρο απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Παράλληλα αποτελούν και έκφραση μιας προσωπικής σαγήνης στην οποία η νεαρή ηρωίδα ανταποκρίνεται. Η συνάντηση και των δύο και η κοινή τους διαδρομή μέσα στην ξένη πόλη θα είναι αλλάξει τις συντεταγμένες και τις πορείες της ζωής τους.
Η σκηνοθέτις της ταινίας Lost in Translation, Sofia Coppola περιγράφει ως έξης τις προθέσεις της: "Ήθελα να δημιουργήσω κάτι σχετικό με τις εντυπώσεις μου από την παραμονή μου στο Τόκιο. Επίσης κάτι σχετικό με τον έρωτα, τον γάμο, το γεγονός της ενηλικίωσης κάτι που μ' απασχολούσαν και τα σκεπτόμουνα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ο λόγος που θέλησα να φτιάξω την ταινία: για να περάσω στο κοινό όλα όσα αγαπώ στο Τόκιο και την επίσκεψη στην πόλη αυτή. Στιγμές στη ζωή μας που είναι πολύ όμορφες αλλά κρατούν λίγο. Δεν διαρκούν πολύ αλλά σε επηρεάζουν και πάντα κρατάς την ανάμνηση τους. Αυτό σκεφτόμουν".
Γυρισμένη εξ' ολόκληρου στην Ιαπωνία και συγκεκριμένα στο Τόκιο η ταινία προσφέρει στον θεατή πολύ έντονες εικόνες της σύγχρονης Ιαπωνικής ζωής: "Προσπαθήσαμε να είμαστε διακριτικοί και χρησιμοποιήσαμε μια μικρή κάμερα, δεν είχαμε έξτρα φωτισμό και χρησιμοποιήσαμε τους διαβάτες στο δρόμο ως κομπάρσους". Ενώ η Sofia Coppola αναφέρεται ως εξής στο τελικό αποτέλεσμα: "Η ταινία είναι γεμάτη απ' αυτά αγάπησα στην πόλη, από την ζωή μου ως ξένης εκεί και από τα προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Ένα από τα πράγματα που λατρεύω για το Τόκιο είναι ότι διαφέρει τόσο πολύ από την Ευρώπη -είναι σαν πόλη πολύ πιο ξένη και άγνωστη όσον αφορά στην κουλτούρα και τη γλώσσα. Τα πάντα είναι διαφορετικά -ακόμα και το να πηγαίνεις για αγορές . Υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες και παραδόσεις με τους οποίους εξοικειώνεσαι σιγά σιγά.
Ο σεβασμός και η τιμή είναι κεντρικά στοιχεία του γιαπωνέζικου πολιτισμού. Εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι με τον γιαπωνέζικο τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα αντί να μπουκάρουμε κάπου δηλώνοντας, «εμείς έτσι κάνουμε τα πράγματα στην Αμερική». Όμως
θυμάμαι όταν κάναμε τα γυρίσματα στο εστιατόριο σάμπου σάμπου έπρεπε να είχαμε τελειώσει μέχρι τις 16:00. Είχαμε καθυστερήσει δέκα - δεκαπέντε λεπτά όταν ο ιδιοκτήτης τράβηξε την πρίζα και έσβησε τα φώτα. Φερθήκαμε με ασέβεια προς τον ιδιοκτήτη επειδή δεν είχαμε τελειώσει. Ο υπεύθυνος για τις τοποθεσίες ένιωσε πως δεν σεβαστήκαμε ούτε εκείνον".
(πηγή: κατάλογος φεστιβάλ Βενετίας 2003 και σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας).