1921. Αναζητώντας το αμερικανικό όνειρο και ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή, η Ewa Cybulski και η αδελφή της Magda, εγκαταλείπουν την πατρίδα τους Πολωνία και καταφθάνουν στη Νέα Υόρκη. Όταν φτάσουν στο Ellis Island, οι γιατροί ανακαλύπτουν ότι η Magda είναι άρρωστη και οι δύο γυναίκες χωρίζονται. Η Ewa περιφέρεται στους κακόφημους δρόμους του Μανχάταν, ενώ η αδελφή της βρίσκεται σε καραντίνα. Μόνη και απελπισμένη, χωρίς «πού την κεφαλήν κλίναι», η Ewa γίνεται θύμα της γοητείας του Bruno, ενός προαγωγού. Και τότε, μια μέρα, συναντά τον ξάδελφό του Bruno, τον «μάγο» Orlando. Εξαιτίας του, η Ewa έχει μια μοναδική ευκαιρία για να ξεφύγει από τον εφιάλτης…
Με τους Marion Cotillard και Joaquin Phoenix.
Ο James Gray δηλώνει: «Αυτή η ταινία έχει για μένα ένα πολύ προσωπικό χαρακτήρα και υπάρχουν σ’ αυτήν πολλές αναφορές στην οικογένειά μου. Ωστόσο δεν είναι καθόλου αυτοβιογραφική. «Προσωπικό» σημαίνει ότι σ’ αυτήν υπάρχουν θέματα και συναισθήματα που βρίσκονται κοντά σε μένα, που μπορώ να τα κατανοήσω σε βάθος και που ξέρω πώς να τα εκφράσω -σε αντίθεση με το «αυτοβιογραφικό», το οποίο αναφέρεται σε γεγονότα της ζωής μου.
(...) Δεν έχει σημασία πόσο κακός είναι κάποιος [χαρακτήρας της ταινίας]. Πιστεύω ότι ο καθένας σαν χαρακτήρας αξίζει να διερευνηθεί. Και αυτή είναι μια ιδέα των Φραγκισκανών μοναχών. Είχα στο μυαλό μου τον Robert Bresson και την ταινία του Journal d'un curé de campagne (1951), ιδιαίτερα στη σκηνή εξομολόγηση. Ήθελα κάτι λιτό, αλλά και μυθικό. Όμως, η ταινία δεν είναι μόνο ένας φόρος τιμής στον Bresson. Είναι, επίσης, εν μέρει εμπνευσμένη από την παράδοση της όπερας και μελοδράματος. Μέσα από συναισθήματα σε μεγέθυνση και καταστάσεις δραματικές, υπάρχει, αν θέλετε, μια μεγαλύτερη αλήθεια. Και είναι για αυτόν τον λόγο που η ταινία έχει μουσική υπόκρουση των Puccini, Gounod και Wagner.
(...) Η Ewa είναι μια κλασική ηρωίδα, με την έννοια ότι μέσα από μεγάλο αγώνα επιτυγχάνει κάτι. Αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο στις ταινίες των Bresson, Dreyer ή Fellini είναι η ικανότητά τους να απαλλάσσονται από το θόρυβο και επικεντρώνονται σε αυτό που είναι βασικό: ο αγώνας για να υπάρχει κάποιος σ’ αυτόν τον κόσμο. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκομαι τώρα.
Πριν από την ταινία The Immigrant, ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να κάνω μια ταινία που να μην βασίζεται σε κάποιο κινηματογραφικό είδος. Σ’ αυτήν την ταινία ήθελα να μην υπάρχει κάποιο στοιχείο από κινηματογραφικό είδος. Να κάνει, από μόνη της, η ταινία ένα δικό της κινηματογραφικός είδος. Να είναι μια όπερα μεταφρασμένη σε ταινία».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)