του David Fincher
alien3.jpg

Το Άλιεν 3/Alien3 (1992) του Νταίηβιντ Φίντσερ/ David Fincher είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας, που δημιούργησε νέες σταθερές στην επιστημονική φαντασία. Μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 1979, με την ταινία Alien του Ridley Scott -σκηνοθέτη επίσης του κλασικού Blade Runner-, για να συνεχιστεί το 1986 από τον James Cameron (δημιουργό του Terminator) με την ταινία Aliens.
Οι ταινίες αφηγούνται τις προσπάθειες για εξόντωση ενός εξωγήινου τέρατος από την Σιγκούρνεϋ Γουήβερ/ Sigourney Weaver, μέλος μιας διαστημικής περιπόλου. Η ανακάλυψη από τη διαστημική περίπολο του εξωγήινου τέρατος είναι και το σημείο έναρξης της διαδικασίας εξάπλωσης του. Αυτήν τη διαδικασία αγωνίζεται να σταματήσει η κεντρική ηρωίδα και σύντροφοί της. Η προσπάθεια τους είναι δύσκολη, αφού το Κακό προσβάλει πάντοτε ζωντανούς οργανισμούς και ο εντοπισμός του γίνεται με δυσκολία, με αποτέλεσμα η αρχική ομάδα να εξοντωθεί. Έτσι, σιγά –σιγά, η Σιγκούρνεϋ Γουήβερ απομένει μόνη της να μάχεται ενάντια στο Κακό, που συνεχώς αλλάζει μορφές.
Οι τρεις ταινίες, που συγκροτούν την τριλογία, χρησιμοποιούν τη φόρμα της Ε.Φ. για να αφηγηθούν μια ιστορία τρόμου. Η ένταξη στοιχείων τρόμου, συνεπικουρούμενων με στοιχεία ταινιών δράσης (κυρίως στη δεύτερη ταινία), μέσα σε ένα περιβάλλον Ε.Φ., με ιδιαίτερα σημαντική την εικαστική παράμετρο των σκηνικών, αποτελεί τον κύριο λόγο της επιτυχίας του κύκλου αυτού των ταινιών.
Η τριλογία έχει στο κέντρο της τον χαρακτήρα της Σιγκούρνεϋ Γουήβερ, μόνη επιζών στον αγώνα ενάντια στο Κακό. Ένας κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας σε μια ταινία δράσης και Ε.Φ., ήταν κάτι ασυνήθιστο για την εποχή που κυκλοφόρησε η πρώτη ταινία της τριλογίας. Έχοντας συνέχεια δίπλα της άνδρες, η Σιγκούρνεϋ Γουήβερ καταγράφει σε ένα πρώτο επίπεδο τη δυναμική γυναίκα της δεκαετίας του 80. Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας περιγράφεται παράλληλα και ως μοναχικός, χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με το ανδρικό φύλο (μόνο στη τρίτη ταινία η ηρωίδα θα δημιουργήσει κάποιου είδους σχέση με άνδρα). Στη δεύτερη ταινία της σειράς θα την δούμε να εξερευνά τη μητρότητα και τα αισθήματα που αυτή προκαλεί, μέσα από τη σχέση της με την μικρή ηρωίδα. Ενώ στην τρίτη ταινία, είναι η προσβολή της από το Κακό και η επιλογή της θυσίας, που θα τονίσουν το γυναικείο προφίλ της.
Το Κακό ορίζεται, καταρχάς, ως ο ξένος που εισβάλλει στον κλειστό χώρο μιας κοινότητας. Η εξάπλωσή του προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ζωντανού οργανισμού ως χώρου υποδοχής και την επώαση του μέσα σ’ αυτόν. Μια παραβολή λοιπόν για τον AIDS, σε μια τριλογία γυρισμένη μέσα στη δεκαετία του 80. Η μη ύπαρξη μιας καθαρής εικόνας για το Κακό, δημιουργεί ένα αίσθημα ασάφεια και ανισορροπίας ανάμεσα στα πρόσωπα των ταινιών. Τα πράγματα δεν είναι καθορισμένα και αυτό που συμβαίνει στις ταινίες είναι η ανυπαρξία ορίων ανάμεσα στο Καλό και Κακό. Καθώς το Κακό έχει την ικανότητα να παραλλάσσεται (μόνο στην τελική του μορφή είναι αναγνωρίσιμο) ο αγώνας για την εξόντωση του μοιάζει χωρίς τέλος. Κάτι που οδήγησε τον αρχικό μύθο μέχρι την τρίτη εκδοχή του.
Η τρίτη ταινία της σειράς είναι η πιο σκοτεινή και κλειστοφοβική από τις προηγούμενες δύο. Το Κακό που βρίσκεται παντού, ο εγκλεισμός ως απόπειρα σωτηρίας και η γυναίκα φορέας απελευθέρωσης αλλά και θανάτου, είναι ορισμένα θεματικά μοτίβα που θα συναντήσουμε στην ταινία. Τώρα η κεντρική ηρωίδα περιγράφεται ως χριστολογικό πρόσωπο, μια άλλη Ζαν ντ’ Αρκ ταγμένη στο να φέρει τις αμαρτίες αλλά και να προσφέρει την οριστική λύτρωση. Η θυσία της κεντρικής ηρωίδας προσφέρει την σωτηρία και κάθαρση για τους αμαρτωλούς, αλλά και ταυτόχρονα ορίζει και το οριστικό (;)τέλος του μύθου (*).

Δημήτρης Μπάμπας

* Ο κύκλος ταινιών συνεχίστηκε με την ταινία Alien Resurrection (1997) του Jean-Pierre Jeunet.

(δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ανδρομέδα τεύχος 15, Ιανουάριος- Φεβρουάριος 1993)