Σκοτεινή και απαισιόδοξη στο μεγαλύτερο της μέρος, αυτή η ππολυσύνθετη στις αφηγηματικές της γραμμές ταινία –θρίλερ, φωτίζεται στο τέλος από τις εκλάμψεις ενός έρωτα.
Κεντρικό στοιχείο στην αφήγηση είναι ένα νέο οργανικό ναρκωτικό που επιτρέπει τον έλεγχο της σκέψης και της βούλησης. Φορέας του ναρκωτικού είναι σκουλήκια που αναπτύσσονται στις ρίζες ενός παράξενου μπλε λουλουδιού, ενώ τελευταίο στάδιο στην ανάπτυξή του είναι το πέρασμα, η ενσωμάτωσή του σ’ ένα γουρούνι. Θύμα ενός κλέφτη, η νεαρή ηρωίδα της ταινίας –το ρόλο υποδύεται η Amy Seimetz- θα υποστεί την επίδραση του ναρκωτικού και θα χάσει κάθε σταθερά στη ζωή της: οι συνέπειες της έκθεσης της στο ναρκωτικό δεν είναι μόνο σωματικές, αλλά κυρίως συναισθηματικές. Η αποτοξίνωση είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία απελευθέρωσης . Σύντροφός της σ’ αυτήν ένας ομοιοπαθής…
Καταρχήν το κεντρικό στοιχείο της αφήγησης –το οργανικό ναρκωτικό- θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μετωνυμία- μεταφορά για την ασθένεια, και πιο συγκεκριμένα για τον καρκίνο. Οι διαδικασίες -φάσεις τις οποίες ηρωίδα υφίσταται δεν είναι παρά η δοκιμασία που η νόσος -επιβάλλει στο σώμα και στη ψυχή. Η δε θεραπεία μοιάζει να είναι ατελέσφορη και μη αποτελεσματική: το κακό επιβιώνει λάθρα και καθορίζει τη ζωή των ασθενών.
Δίδυμο με την ταινία Ain’t These Bodies Saints του David Lowery (ο οποίος έχει μια πολύ ενεργό συμμετοχή στη δημιουργία αυτής της ταινίας), το Upstream Color είναι μια πολύ ιδιαίτερη εκδοχή ερμηνείας και εφαρμογής των αρχετυπικών στοιχείων ενός κινηματογραφικού είδους. Αν και θα μπορούσε να ενταχθεί στο είδος του θρίλερ, ωστόσο εδώ έχουμε από την πλευρά του σκηνοθέτη μια διαφορετική διαχείριση των στοιχείων του κινηματογραφικού είδους. Μέσα στη δραματική πλοκή της ταινίας, μέσα στη ροή των εικόνων της δημιουργούνται κενά, ρωγμές όπου ενθέτονται εικόνες- στιγμιότυπα και αισθήματα μιας αληθινής ζωής: μια γυναίκα μόνη, που βασανίζεται από τις επιπτώσεις μιας ασθένειας, η συνάντηση μ’ ένα νεαρό άνδρα, οι διστακτικοί κοινοί βηματισμοί, η διαχείριση ενός τραυματικού σοκ.
Παράλληλα, η σκηνοθεσία δημιουργεί, μέσω του ιδιαίτερου τρόπου που συνθέτει την ηχητική μπάντα της ταινίας, με ήχους του περιβάλλοντος και μικρές μουσικές φράσεις, μια ατμόσφαιρα που κάθε άλλο παρά συνάδει με τα στερεότυπα του κινηματογραφικού είδους του θρίλερ. Στην ατμόσφαιρα αυτή θα αναγνωρίσουμε στοιχεία μιας μουσικότητας, από τη σύνθεση ενός κλασικού στη δομή και ρομαντικού στο ύφος μουσικού κομματιού. Και είναι ακριβώς αυτοί οι ήχοι που κάνουν την ταινία να προσιδιάζει με μια χαμηλότονη συναισθηματική στο ύφος και στο περιεχόμενο ταινία. Εντέλει καθοριστικότερη για τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος είναι ακριβώς αυτή η επιβολή της μουσικής- ηχητικής ατμόσφαιρας πάνω στην εικόνα και τη δραματουργία, παρά τα αφηγηματικά ή άλλα στοιχεία.
Πρόσωπα και ζωές που προκαθορίζονται και ελέγχονται από μια υπέρτερη δύναμη, η ζωή μετά το τραύμα, μετά τη δοκιμασία της ασθένειας, οι βασανιστικές διαδικασίες για την επούλωση του τραύματος, το αίτημα για απελευθέρωση από τα δεσμά του πόνου (σωματικού και ψυχικού), το σπάσιμο του φαύλου κύκλου: ό, τι έχουμε εδώ είναι κομμάτια και αποσπάσματα από το δράμα της αληθινής ζωής, με τη φόρμα μιας μουσικής σύνθεσης.
Δημήτρης Μπάμπας