(Το γαλάζιο πουλί)
του Lance Edmands
bluebird.jpg

Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στην αμερικανική πολιτεία του Μάιν, στα σύνορα με τον Καναδά η οδηγός ενός σχολικού λεωφορείου θα διαπράξει ένα εγκληματικό λάθος. Στο τέλος της υπηρεσίας της, ένα πουλί θα αποσπάσει την προσοχή της με συνέπεια να μην ολοκληρώσει τον τυπικό έλεγχο του οχήματος. Την επομένη, ένα αγόρι που είχε αποκοιμηθεί μέσα στο λεωφορείο, βρίσκεται μισοπεθαμένο στα πίσω καθίσματα. Η νεαρή μητέρα του είχε ξεχάσει κι αυτή να πάρει το παιδί, όντας υπό την επήρεια αλκοόλ. Είναι Γενάρης και το χιόνι βαραίνει το τοπίο και τους λιγομίλητους ανθρώπους κάνοντας τους να δείχνουν ακόμα πιο μοναχικοί. Μια στασιμότητα πλανάται στους χώρους, η αίσθηση της ματαίωσης, της επίγνωσης μιας παρακμής. Η μοναδική βιομηχανία χαρτιού της περιοχής βρίσκεται κι αυτή σε ύφεση. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον το τραγικό περιστατικό εγείρει όχι μόνο αισθήματα ενοχής στους υπεύθυνους, αλλά αφυπνίζει και τις παγωμένες συνειδήσεις τους. Η οδηγός είναι αυτή που θα υποφέρει περισσότερο. Σύζυγος και μητέρα μιας έφηβης κόρης, παραπαίει ανάμεσα στην απόγνωση και την κατάθλιψη, ώσπου καταρρέει.
Η ταινία παρακολουθεί με τη σειρά όλα τα εμπλεκόμενα στην ιστορία πρόσωπα. Τη νεαρή μητέρα του αγοριού που δουλεύει σε ένα μπαρ, το σύζυγο-έναν υλοτόμο που βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση-, την κόρη, με τα προβλήματα και τις εφηβικές ανησυχίες της. Ζωές κολλημένες που δεν ελπίζουν σε τίποτα, εκτός από το κορίτσι που δείχνει κάποια διάθεση για αλλαγή. Αν και το Buebird θυμίζει αναπόφευκτα λόγω θέματος το «The sweet hereafter» του Atom Egoyan κινείται ωστόσο σε πιο μικρή κλίμακα, διαφοροποιούμενο τόσο ως προς το φιλοσοφικό βάθος όσο και ως προς τη γραφή. Εδώ έχουμε μια απλή, γυμνή σχεδόν απεικόνιση και ένα ρεαλιστικό ύφος πολύ κοντά στο ντοκιμαντέρ. Ο Edmands καταφέρνει ωστόσο με τα χρώματα και το βάθος της κάμεράς του να μεταδώσει αυτή την κλειστοφοβική και μελαγχολική ατμόσφαιρα της μικρής πόλης, είτε κινηματογραφεί στον εσωτερικό χώρο μιας κουζίνας, είτε στο ανοιχτό δασώδες τοπίο της περιοχής. Και αυτό τελικά συνιστά και τη βαθύτερη ουσία της ταινίας.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]