του Ridley Scott
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
counselor.jpg

ΣΤΡΕΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟΙ
(…) Είμαι πάντα, βαθιά μέσα μου, ένας καλλιτεχνικός διευθυντής. Είμαι ένας περιβαλλοντολόγος, παρατηρώ τα πάντα. Έχω μια φωτογραφική μνήμη. Όταν ήμουν παιδί, το 1961, ήμουν στη Χουάρες, και ήμουν αρκετά ηλίθιος για να περάσω τα σύνορα. Μόλις περνούσες τα σύνορα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα: όλα ήταν σκοτεινά και υπήρχαν γκαζό-λάμπες αερίου. (…) Δεν ήθελα η ταινία να είναι όμορφη: ήθελα να είναι κάπως επιθετική. Ήθελα να υπάρχουν αυτές γραμμές των πυλώνων ηλεκτρισμού σ’ αυτό το κάποτε όμορφο τοπίο της ερήμου. Τα στοιχεία αυτά είναι για μένα ένας από τους χαρακτήρες στην ταινία.
(...) Υπάρχει μια βαθιά αίσθηση του στρες που ξεκινάει περίπου στα μισά της ταινίας, και δεν μπορείτε να καταλάβετε το γιατί. Όταν διαβάζετε το σενάριο, είναι σαν να υπάρχει μια σειρά από γρανάζια σ’ ένα πολύ περίπλοκο ρολόι. Τα γρανάζια αρχίζουν να συμπλέκονται -και μια καλή λέξη στο σενάριο προκαλεί φόβο. Και όταν ο φόβος αρχίζει να εμφανίζεται, τότε παραμένει.

ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
[Το σενάριο] Διαβάζεται όπως ένα εξαιρετικό διήγημα ή μια νουβέλα. Είναι σαν μια βόλτα με κομμένη την ανάσα, πάνω στο πιο επικίνδυνο τρενάκι του λούνα παρκ. Το σενάριο είναι γεμάτο επικές καταστάσεις και ανεπανάληπτους χαρακτήρες, οι οποίοι σε προϊδεάζουν ότι κάτι ανατρεπτικό και αναπόφευκτο πρόκειται να συμβεί, ανά πάσα στιγμή. Κάτι που φυσικά, τίποτε στον κόσμο δε θα μπορεί να το σταματήσει. Και φυσικά, υπάρχει χιούμορ παντού. Οι χαρακτήρες είναι σαν ελαττωματικά προϊόντα: Όλοι τους τόσο ελκυστικοί αλλά παράλληλα απορροφημένοι και βουτηγμένοι στην ιδιότητά τους.
(...) Διαβάζω σχεδόν τα πάντα. Και μπορώ να καταλάβω το ποιόν του συγγραφέα διαβάζοντας μια σελίδα. Να τι συνέβη με το έργο του Cormac [Cormac McCarthy/ Κόρμαν Μακάρθι (“Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους”, “Ο Δρόμος”) ]: κάθισα να το διαβάσω με μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά στη μισή ώρα άρχισα να ιδρώνω. Σκέφτηκα, παρακαλώ μην χαθεί η μπάλα. Και ποτέ δεν χάθηκε. Έφτασα μέχρι το τέλος και έμεινα άγαλμα. Ποτέ δεν έχω μείνει άγαλμα. Ποτέ.
(...) [Ο Cormac McCarthy σαν συγγραφέας] Είναι αμείλικτος. Νομίζω ότι γράφει την αλήθεια. Ο Cormac είναι αληθινός συγγραφέας. Μπορείτε να διαβάσετε τα γραπτά του και να σκεφτείτε: μπορώ να το κάνω αυτό ταινία, και μετά μπορείτε να καθίσετε και να προσπαθείτε, και να προσπαθείτε, και να προσπαθείτε...

ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Υπάρχει μια πρωτοφανής ένταση στη σχέση των δυο χαρακτήρων -Συνηγόρου και Λόρα-,  και το βλέπουμε από την πρώτη κιόλας σκηνή. Πρόκειται για το είδος εκείνο της οικειότητας που τερματίζει το κοντέρ, ανεβαίνοντας από το μηδέν ως το άπειρο σε χρόνο μηδέν.
(...) Δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για το ποιος είναι ο ρόλος του [Γουέστρεϊ] στη συγκεκριμένη ιστορία, πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί την “άκρη” του Συνηγόρου με το καρτέλ. Άσχετα με τις προθέσεις και τους σκοπούς του όμως, κανείς δε μπορεί να πει κακό λόγο για το μοναδικό του στιλ. Γιατί μπορεί να μην ξέρουμε αν ο Γουέστρεϊ είναι καλός ή κακός, ξέρουμε όμως με βεβαιότητα ότι είναι δανδής. Ο Γουέστρεϊ είναι ένας απίστευτα κουλ τύπος τον οποίον ο Μπραντ έχει εμπλουτίσει με εξωπραγματικά έξυπνο και σκοτεινό χιούμορ.

ΤΟΠΟΙ
(...) Το σύμπαν της ταινίας για μένα είναι, αν θέλετε, ο πιο σημαντικός χαρακτήρας της. Το τοπίο σ’ ένα γουέστερν είναι ένας από τους πιο σημαντικούς χαρακτήρες που η ταινία έχει. Τα καλύτερα γουέστερν είναι για τον άνθρωπο που παλεύει κόντρα στο τοπίο. Νομίζω ότι οι άνθρωποι πλέον έχουν χάσει την ικανότητα να το κάνουν αυτό.
(...) Δεν πάω στον κινηματογράφο συχνά πια. Θα προτιμούσα να έχω την ταινία σε δίσκο και να την δω στη μεγαλύτερη δυνατή οθόνη, και αν η ποιότητα είναι εξαιρετική, να την παρακολουθήσω μέχρι το τέλος. Αν όμως η ταινία δεν μου αρέσει τότε να την παρατήσω. Προσπαθώ να παρακολουθώ πολλές ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού για να μάθω τι συμβαίνει εκεί έξω και ποιος υπάρχει.

(αποσπάσματα από δηλώσεις στις σημειώσεις για την παραγωγή, στους ιστότοπους wegotthiscovered.com, timeoutchicago.com και στην εφ.The New York Times)