Σε έναν απονεκρωμένο, επικίνδυνα διαβρωμένο κόσμο που βουλιάζει στην παρακμή, δύο μποέμ εραστές-βαμπίρ επιβιώνουν μέσα από τον έρωτά τους και την εκλεπτυσμένη αγάπη τους για τις τέχνες. Κυρίως για τη μουσική και τη λογοτεχνία. Ένα αιώνιο αρχετυπικό ζευγάρι, σύζυγοι και εραστές, ο Αδάμ (Tom Hiddleston) και η Εύα (Tilda Swinton), περιφέρονται νωχελικά στην υπνωτική ιστορία του Jarmousch, ως οι πρώτοι και τελευταίοι εναπομείναντες ενός πολιτισμού που τείνει προς τη δύση του. Εκείνος, μουσικός, απομονωμένος στο Ντιτρόιτ, μια πόλη-φάντασμα της μεταβιομηχανικής Αμερικής, εξακολουθεί να συνθέτει τη μουσική του : ήχοι σκοτεινοί, υπόγειοι, ατμόσφαιρα ψυχεδελική. Μελαγχολικός καλλιτέχνης, κλεισμένος ερμητικά στο γυάλινο πύργο του, κολλημένος με το παρελθόν, το βινύλιο, τις παλιές ηλεκτρικές κιθάρες. Εκείνη, στην εξωτική Ταγγέρη, εξωστρεφής, δυναμική, ευδιάθετη και με μία ανεξάντλητη διάθεση να φιλοσοφεί. Η προσωρινή απόσταση δεν επηρεάζει τον έρωτά τους που διαρκεί αιώνες. Όταν η αποστροφή του Αδάμ για τον κόσμο των ζωντανών-ζόμπι (όπως τους αποκαλεί) θα μεταμορφωθεί σε απόγνωση με αυτοκαταστροφικές τάσεις, η Εύα θα βρεθεί γρήγορα κοντά του. Για να ξεκινήσουν ξανά τις νυχτερινές περιπλανήσεις τους, ανταλλάσσοντας λογοπαίγνια με μια δόση σαρκαστικού, πνευματώδους αλλά και μακάβριου χιούμορ. Ως γνήσιοι αυτάρεσκοι εστέτ, κυνηγοί του αμόλυντου αίματος, αλλά και ως είδος υπό εξαφάνιση.
Χρησιμοποιώντας έντεχνα κάποια από τα στερεότυπα της κινηματογραφικής μυθολογίας των βρικολάκων, ο δημοφιλής σκηνοθέτης του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά δημιουργεί ένα νεορομαντικό παραμύθι που συγγενεύει περισσότερο με το «Νεκρό», μια ταινία σχόλιο για την Αμερική του 19ου αιώνα. Πιο βατό ωστόσο και απλούστερο στην αφηγηματική τεχνική του, το Only Lovers Left Alive συνδυάζει όλες τις ψηφίδες που συνιστούν το κινηματογραφικό του έργο. Τη μοναξιά των περιθωριακών, τη μελαγχολία και την κούραση, το μυστήριο και το χαλαρό ύφος που αγγίζει κάποτε τα όρια της πόζας, το αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Όλα καλυμμένα εδώ από μια ποιητική και απόκοσμη ατμόσφαιρα, χάρη στους νυχτερινούς φωτισμούς, τα χρώματα αλλά κυρίως τη μουσική. Γιατί είναι οι μινιμαλιστικές μπαρόκ συνθέσεις του Josef Van Wissem, ο ήχος του λαούτου που ρέει αργά και υπνωτικά, που σε συνδυασμό με τους ηλεκτρονικού μεταλλικούς ήχους του ίδιου του σκηνοθέτη δημιουργούν αυτή τη μαγική, μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Τόσο κοντά στο σκοτεινό κόσμο των ηρώων αλλά και στην εκστατική δύναμη του Έρωτα. Ο Έρωτας αποτελεί εξάλλου και τον κύριο πρωταγωνιστή της ταινίας, ως η μόνη τελικά δύναμη που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου.
Περισσότερο αυτοβιογραφικός από ποτέ, στην ταινία του ο Jarmousch, φαίνεται να θέλει να χωρέσει όσα τον στοιχειώνουν, από τη μουσική και τις κλασικές φιλολογικές αναφορές ως τους κοινωνικούς του προβληματισμούς και τις βαθύτερες αγωνίες του για το μέλλον του πλανήτη. Και μπορεί ο έντονος αισθητισμός της ταινίας να παραπέμπει κάπως στην «τέχνη για την τέχνη» των παρακμιακών, το αποτέλεσμα ωστόσο είναι άκρως γοητευτικό.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]